헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προκαταγγέλλω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προκαταγγέλλω προκαταγγελῶ

형태분석: προ (접두사) + κατ (접두사) + ἀγγέλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to announce or declare beforehand

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκαταγγέλλω

προκαταγγέλλεις

προκαταγγέλλει

쌍수 προκαταγγέλλετον

προκαταγγέλλετον

복수 προκαταγγέλλομεν

προκαταγγέλλετε

προκαταγγέλλουσιν*

접속법단수 προκαταγγέλλω

προκαταγγέλλῃς

προκαταγγέλλῃ

쌍수 προκαταγγέλλητον

προκαταγγέλλητον

복수 προκαταγγέλλωμεν

προκαταγγέλλητε

προκαταγγέλλωσιν*

기원법단수 προκαταγγέλλοιμι

προκαταγγέλλοις

προκαταγγέλλοι

쌍수 προκαταγγέλλοιτον

προκαταγγελλοίτην

복수 προκαταγγέλλοιμεν

προκαταγγέλλοιτε

προκαταγγέλλοιεν

명령법단수 προκατάγγελλε

προκαταγγελλέτω

쌍수 προκαταγγέλλετον

προκαταγγελλέτων

복수 προκαταγγέλλετε

προκαταγγελλόντων, προκαταγγελλέτωσαν

부정사 προκαταγγέλλειν

분사 남성여성중성
προκαταγγελλων

προκαταγγελλοντος

προκαταγγελλουσα

προκαταγγελλουσης

προκαταγγελλον

προκαταγγελλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκαταγγέλλομαι

προκαταγγέλλει, προκαταγγέλλῃ

προκαταγγέλλεται

쌍수 προκαταγγέλλεσθον

προκαταγγέλλεσθον

복수 προκαταγγελλόμεθα

προκαταγγέλλεσθε

προκαταγγέλλονται

접속법단수 προκαταγγέλλωμαι

προκαταγγέλλῃ

προκαταγγέλληται

쌍수 προκαταγγέλλησθον

προκαταγγέλλησθον

복수 προκαταγγελλώμεθα

προκαταγγέλλησθε

προκαταγγέλλωνται

기원법단수 προκαταγγελλοίμην

προκαταγγέλλοιο

προκαταγγέλλοιτο

쌍수 προκαταγγέλλοισθον

προκαταγγελλοίσθην

복수 προκαταγγελλοίμεθα

προκαταγγέλλοισθε

προκαταγγέλλοιντο

명령법단수 προκαταγγέλλου

προκαταγγελλέσθω

쌍수 προκαταγγέλλεσθον

προκαταγγελλέσθων

복수 προκαταγγέλλεσθε

προκαταγγελλέσθων, προκαταγγελλέσθωσαν

부정사 προκαταγγέλλεσθαι

분사 남성여성중성
προκαταγγελλομενος

προκαταγγελλομενου

προκαταγγελλομενη

προκαταγγελλομενης

προκαταγγελλομενον

προκαταγγελλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκαταγγελῶ

προκαταγγελεῖς

προκαταγγελεῖ

쌍수 προκαταγγελεῖτον

προκαταγγελεῖτον

복수 προκαταγγελοῦμεν

προκαταγγελεῖτε

προκαταγγελοῦσιν*

기원법단수 προκαταγγελοῖμι

προκαταγγελοῖς

προκαταγγελοῖ

쌍수 προκαταγγελοῖτον

προκαταγγελοίτην

복수 προκαταγγελοῖμεν

προκαταγγελοῖτε

προκαταγγελοῖεν

부정사 προκαταγγελεῖν

분사 남성여성중성
προκαταγγελων

προκαταγγελουντος

προκαταγγελουσα

προκαταγγελουσης

προκαταγγελουν

προκαταγγελουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκαταγγελοῦμαι

προκαταγγελεῖ, προκαταγγελῇ

προκαταγγελεῖται

쌍수 προκαταγγελεῖσθον

προκαταγγελεῖσθον

복수 προκαταγγελούμεθα

προκαταγγελεῖσθε

προκαταγγελοῦνται

기원법단수 προκαταγγελοίμην

προκαταγγελοῖο

προκαταγγελοῖτο

쌍수 προκαταγγελοῖσθον

προκαταγγελοίσθην

복수 προκαταγγελοίμεθα

προκαταγγελοῖσθε

προκαταγγελοῖντο

부정사 προκαταγγελεῖσθαι

분사 남성여성중성
προκαταγγελουμενος

προκαταγγελουμενου

προκαταγγελουμενη

προκαταγγελουμενης

προκαταγγελουμενον

προκαταγγελουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to announce or declare beforehand

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION