헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πραγματεύομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πραγματεύομαι

형태분석: πραγματεύ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: pra=gma

  1. 수고하다
  2. 떠맡다, 착수하다, 갈고 다듬다, 아름답게 꾸미다, 시작하다
  1. to busy or exert oneself, take trouble
  2. to be engaged in business, spend one's time, business
  3. to take in hand, treat laboriously, undertake, to elaborate
  4. to treat systematically, systematic historians
  5. to be laboured at, worked out

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πραγματεύομαι

(나는) 수고한다

πραγματεύει, πραγματεύῃ

(너는) 수고한다

πραγματεύεται

(그는) 수고한다

쌍수 πραγματεύεσθον

(너희 둘은) 수고한다

πραγματεύεσθον

(그 둘은) 수고한다

복수 πραγματευόμεθα

(우리는) 수고한다

πραγματεύεσθε

(너희는) 수고한다

πραγματεύονται

(그들은) 수고한다

접속법단수 πραγματεύωμαι

(나는) 수고하자

πραγματεύῃ

(너는) 수고하자

πραγματεύηται

(그는) 수고하자

쌍수 πραγματεύησθον

(너희 둘은) 수고하자

πραγματεύησθον

(그 둘은) 수고하자

복수 πραγματευώμεθα

(우리는) 수고하자

πραγματεύησθε

(너희는) 수고하자

πραγματεύωνται

(그들은) 수고하자

기원법단수 πραγματευοίμην

(나는) 수고하기를 (바라다)

πραγματεύοιο

(너는) 수고하기를 (바라다)

πραγματεύοιτο

(그는) 수고하기를 (바라다)

쌍수 πραγματεύοισθον

(너희 둘은) 수고하기를 (바라다)

πραγματευοίσθην

(그 둘은) 수고하기를 (바라다)

복수 πραγματευοίμεθα

(우리는) 수고하기를 (바라다)

πραγματεύοισθε

(너희는) 수고하기를 (바라다)

πραγματεύοιντο

(그들은) 수고하기를 (바라다)

명령법단수 πραγματεύου

(너는) 수고해라

πραγματευέσθω

(그는) 수고해라

쌍수 πραγματεύεσθον

(너희 둘은) 수고해라

πραγματευέσθων

(그 둘은) 수고해라

복수 πραγματεύεσθε

(너희는) 수고해라

πραγματευέσθων, πραγματευέσθωσαν

(그들은) 수고해라

부정사 πραγματεύεσθαι

수고하는 것

분사 남성여성중성
πραγματευομενος

πραγματευομενου

πραγματευομενη

πραγματευομενης

πραγματευομενον

πραγματευομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπραγματευόμην

(나는) 수고하고 있었다

ἐπραγματεύου

(너는) 수고하고 있었다

ἐπραγματεύετο

(그는) 수고하고 있었다

쌍수 ἐπραγματεύεσθον

(너희 둘은) 수고하고 있었다

ἐπραγματευέσθην

(그 둘은) 수고하고 있었다

복수 ἐπραγματευόμεθα

(우리는) 수고하고 있었다

ἐπραγματεύεσθε

(너희는) 수고하고 있었다

ἐπραγματεύοντο

(그들은) 수고하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅ τε ναυπηγὸσ τὰ αὐτὰ ταῦτα πραγματεύεται. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 67)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 67)

  • καὶ γὰρ περὶ τἀγαθὸν ἡ φρόνησισ πραγματεύεται τετραχῶσ, ἢ κτωμένη τἀγαθὰ ἢ φυλάττουσα ἢ αὔξουσα ἢ χρωμένη δεξιῶσ οὗτοι τῆσ φρονήσεωσ καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν εἰσι κανόνεσ, οἷσ πρὸσ ἀμφότερα χρηστέον. (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 4 6:1)

    (플루타르코스, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 4 6:1)

  • οὐ γὰρ ὅπωσ ὑπάρξει τὸ ὁτῳοῦν ὑπάρχον ἡ ἰατρικὴ πραγματεύεται, ἀλλ’ ὅπωσ ὑγίεια. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 1 107:4)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 1 107:4)

  • ἐγὼ μὲν γὰρ οὐκ ἂν ἡγοῦμαι Φίλιππον, οὔτ’ εἰ τὰ πρῶτα βιασθεὶσ ἄκων ἔπραξεν, οὔτ’ ἂν εἰ νῦν ἀπεγίγνωσκε Θηβαίουσ, τοῖσ ἐκείνων ἐχθροῖσ συνεχῶσ ἐναντιοῦσθαι, ἀλλ’ ἀφ’ ὧν νῦν ποιεῖ, κἀκεῖν’ ἐκ προαιρέσεωσ δῆλόσ ἐστι ποιήσασ, ἐκ πάντων δ’, ἄν τισ ὀρθῶσ θεωρῇ, πάνθ’ ἃ πραγματεύεται κατὰ τῆσ πόλεωσ συντάττων. (Demosthenes, Speeches, 20:1)

    (데모스테네스, Speeches, 20:1)

  • δεύτερον δ’ εἰδέναι σαφῶσ ὅτι πάνθ’ ὅσα πραγματεύεται καὶ κατασκευάζεται νῦν, ἐπὶ τὴν ἡμετέραν πόλιν παρασκευάζεται, καὶ ὅπου τισ ἐκεῖνον ἀμύνεται, ἐνταῦθ’ ὑπὲρ ἡμῶν ἀμύνεται. (Demosthenes, Speeches, 50:3)

    (데모스테네스, Speeches, 50:3)

유의어

  1. to be engaged in business

  2. to be laboured at

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION