헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαπραγματεύομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαπραγματεύομαι διαπραγματεύσομαι

형태분석: δια (접두사) + πραγματεύ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to examine thoroughly
  2. to gain by trading

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπραγματεύομαι

διαπραγματεύει, διαπραγματεύῃ

διαπραγματεύεται

쌍수 διαπραγματεύεσθον

διαπραγματεύεσθον

복수 διαπραγματευόμεθα

διαπραγματεύεσθε

διαπραγματεύονται

접속법단수 διαπραγματεύωμαι

διαπραγματεύῃ

διαπραγματεύηται

쌍수 διαπραγματεύησθον

διαπραγματεύησθον

복수 διαπραγματευώμεθα

διαπραγματεύησθε

διαπραγματεύωνται

기원법단수 διαπραγματευοίμην

διαπραγματεύοιο

διαπραγματεύοιτο

쌍수 διαπραγματεύοισθον

διαπραγματευοίσθην

복수 διαπραγματευοίμεθα

διαπραγματεύοισθε

διαπραγματεύοιντο

명령법단수 διαπραγματεύου

διαπραγματευέσθω

쌍수 διαπραγματεύεσθον

διαπραγματευέσθων

복수 διαπραγματεύεσθε

διαπραγματευέσθων, διαπραγματευέσθωσαν

부정사 διαπραγματεύεσθαι

분사 남성여성중성
διαπραγματευομενος

διαπραγματευομενου

διαπραγματευομενη

διαπραγματευομενης

διαπραγματευομενον

διαπραγματευομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to examine thoroughly

  2. to gain by trading

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION