- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πολύολβος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: polyolbos 고전 발음: [뽈뤼올보] 신약 발음: [뽈뤼올보]

기본형: πολύολβος πολύολβον

형태분석: πολυολβ (어간) + ος (어미)

  1. very wealthy, very abundant
  2. rich in blessings

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 πολύολβος

(이)가

πολύολβον

(것)가

속격 πολυόλβου

(이)의

πολυόλβου

(것)의

여격 πολυόλβῳ

(이)에게

πολυόλβῳ

(것)에게

대격 πολύολβον

(이)를

πολύολβον

(것)를

호격 πολύολβε

(이)야

πολύολβον

(것)야

쌍수주/대/호 πολυόλβω

(이)들이

πολυόλβω

(것)들이

속/여 πολυόλβοιν

(이)들의

πολυόλβοιν

(것)들의

복수주격 πολύολβοι

(이)들이

πολύολβα

(것)들이

속격 πολυόλβων

(이)들의

πολυόλβων

(것)들의

여격 πολυόλβοις

(이)들에게

πολυόλβοις

(것)들에게

대격 πολυόλβους

(이)들을

πολύολβα

(것)들을

호격 πολύολβοι

(이)들아

πολύολβα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἴ τινά που πολύολβον ἐνὶ Τροίῃ βασιλῆα ἔκλυες εὐώδινος ἀπὸ Κρονίδαο γενέθλης: (Colluthus, Rape of Helen, book 1135)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 1135)

  • ἀλλ ἀρετὴ πολύολβος ἐπέπτατο πείρατα κόσμου, καὶ ψυχὴ μακάρων ἀμφιπολεῖ θαλάμους. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 21 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 21 1:1)

  • εἰς τὸ αὐτό σοὶ χάριν ἐξετέλεσσε πόνος καὶ ἀθέσφατος ἱδρώς, χῶρον ἔχειν πολύολβον, ὃν οὐ πάρος ἔλλαχεν ἀνήρ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 4691)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 4691)

  • εἰς τὸ δημόσιον λουτρὸν τὸ καλούμενον Ἵππον ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἵππον ἐϋρρείτην χρονίᾐ μάστιγι δαμέντα χρυσείῳ πολύολβος ἄναξ ἤγειρε χαλινῷ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 6281)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 6281)

  • εἰς σωτήρια ἐν Σμύρνῃ ἐν προαστείῳ πᾶν τὸ βροτῶν σπατάλημα, καὶ ἡ πολύολβος ἐδωδὴ ἐνθάδε κρινομένη τὴν πρὶν ὄλεσσε χάριν. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 6421)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 6421)

  • πολύολβος Ἠμαθίς, ἃ τοίῳ κραίνεται ἁγεμόνι. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 114 1:2)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 114 1:2)

  • κτήμασι μὲν πολύολβος ὅλων πλέον ὧν τρέφε Κύπρος, ἐκ πατέρος πατέρων, ἐξ ὁσίων τε πόνων ἔργα δὲ θέσκελα πάντα λέγειν, ἅπερ ἐν χθονὶ τεῦξεν, οὐδ ἐμοῦ ἐστι νόου, οὐδ ἑτέρων στομάτων πάντα γὰρ ἄνδρα παρῆλθε φαεινοτάταις ἀρετῇσι δόξαντα κρατέειν ταῖς ἀρεταῖς ἑτέρων. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 679 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 679 1:1)

유의어

  1. very wealthy

  2. rich in blessings

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION