Ancient Greek-English Dictionary Language

πνικτός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πνικτός πνικτή πνικτόν

Structure: πνικτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: 분사형

Sense

  1. strangled

Examples

  • Ἀντιφάνησ δ’ ἐν Κύκλωπι ὑπερακοντίζων τὸν τένθην Ἀρχέστρατόν φησιν ἔστω δ’ ἡμῖν κεστρεὺσ τμητόσ, νάρκη πνικτή, πέρκη σχιστή, τευθὶσ σακτή, συνόδων ὀπτόσ, γλαύκου προτομή, γόγγρου κεφαλή, βατράχου γαστήρ, θύννου λαγόνεσ, βατίδοσ νῶτον, κέστρασ ὀσφύσ, ψητταρικίσκοσ, μαινίσ, καρίσ, τρίγλη, φυκίσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 46 1:4)

Synonyms

  1. strangled

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION