Ancient Greek-English Dictionary Language

πνικτός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πνικτός πνικτή πνικτόν

Structure: πνικτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: 분사형

Sense

  1. strangled

Examples

  • ῥαφανὶσ τ’ ἄπλυτοσ ὑπάρχει καὶ θερμὰ λουτρὰ καὶ ταρίχη πνικτὰ καὶ κάρυα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 48 2:2)
  • "καὶ πνικτὰ Σικελὰ πατανίων σωρεύματα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 53 1:6)
  • "καὶ πρῶτα μὲν αἴρω ποθεινὴν μᾶζαν, ἣν φερέσβιοσ Δηὼ βροτοῖσι χάρμα δωρεῖται φίλον ἔπειτα πνικτὰ τακερὰ μηκάδων μέλη, χλόην καταμπέχοντα σάρκα νεογενῆ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 53 1:11)
  • ὅταν μέλλω λέγειν σοι τὴν χύτραν, χύτραν λέγω ἢ τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν κοιλοσώματον κύτοσ, πλαστὸν ἐκ γαίησ, ἐν ἄλλῃ μητρὸσ ὀπτηθὲν στέγῃ, νεογενοῦσ ποίμνησ δ’ ἐν αὑτῇ πνικτὰ γαλατοθρέμμονα, τακεροχρῶτ’ εἴδη κύουσαν; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 70 2:3)

Synonyms

  1. strangled

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION