πλάτη
First declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
πλάτη
Structure:
πλατ
(Stem)
+
η
(Ending)
Sense
- a flat surface
- the blade of an oar, an oar, by ship, by sea, voyage
- a sheet of paper
Declension
First declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὅμωσ δὲ πρόφερε πόδα σὸν ἐπὶ πλάτασ Ἀχαιῶν. (Euripides, The Trojan Women, episode, antistrophe 117)
- ὡσ ἐκεῖνοσ, τὰσ πλάτασ ῥίψω γράφων. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Episode49)
- κἀνταῦθ’ ὁρῶμεν Ἑλλάδοσ νεὼσ σκάφοσ ταρσῷ κατήρει πίτυλον ἐπτερωμένον, ναύτασ τε πεντήκοντ’ ἐπὶ σκαλμῶν πλάτασ ἔχοντασ, ἐκ δεσμῶν δὲ τοὺσ νεανίασ ἐλευθέρουσ πρύμνηθεν ἑστῶτασ νεώσ. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 3:1)
- ὦ πάντεσ ἀστοὶ τῆσδε βαρβάρου χθονόσ, οὐκ εἰᾶ πώλοισ ἐμβαλόντεσ ἡνίασ παράκτιοι δραμεῖσθε κἀκβολὰσ νεὼσ Ἑλληνίδοσ δέξεσθε, σὺν δὲ τῇ θεῷ σπεύδοντεσ ἄνδρασ δυσσεβεῖσ θηράσετε, οἳ δ’ ὠκυπομποὺσ ἕλξετ’ ἐσ πόντον πλάτασ; (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 7:18)
- ἔμολον ἀμφὶ παρακτίαν ψάμαθον Αὐλίδοσ ἐναλίασ, Εὐρίπου διὰ χευμάτων κέλσασα στενοπόρθμων, Χαλκίδα πόλιν ἐμὰν προλιποῦσ’, ἀγχιάλων ὑδάτων τροφὸν τᾶσ κλεινᾶσ Ἀρεθούσασ, Ἀχαιῶν στρατιὰν ὡσ ἐσιδοίμαν Ἀχαιῶν τε πλάτασ ναυσιπόρουσ ἡ‐ μιθέων, οὓσ ἐπὶ Τροίαν ἐλάταισ χιλιόναυσιν τὸν ξανθὸν Μενέλαόν θ’ ἁμέτεροι πόσεισ ἐνέπουσ’ Ἀγαμέμνονά τ’ εὐπατρίδαν στέλλειν ἐπὶ τὰν Ἑλέναν, ἀπ’ Εὐρώτα δονακοτρόφου Πάρισ ὁ βουκόλοσ ἃν ἔλαβε δῶρον τᾶσ Ἀφροδίτασ, ὅτ’ ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοισ Ἥρᾳ Παλλάδι τ’ ἔριν ἔριν μορφᾶσ ἁ Κύπρισ ἔσχεν. (Euripides, Iphigenia in Aulis, choral, strophe 11)
Synonyms
-
a flat surface
-
the blade of an oar
- πηδός (the blade of an oar, an oar)
- ταρσός (the flat or blade, an oar, the oars)
-
a sheet of paper