헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιπλέκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιπλέκω περιπλέξω

형태분석: περι (접두사) + πλέκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 복잡하게 하다, 곤란하게 하다, 덫으로 잡다
  1. to twine or enfold round, to fold oneself round, close folding
  2. to complicate, entangle
  3. to wrap up in words

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπλέκω

περιπλέκεις

περιπλέκει

쌍수 περιπλέκετον

περιπλέκετον

복수 περιπλέκομεν

περιπλέκετε

περιπλέκουσιν*

접속법단수 περιπλέκω

περιπλέκῃς

περιπλέκῃ

쌍수 περιπλέκητον

περιπλέκητον

복수 περιπλέκωμεν

περιπλέκητε

περιπλέκωσιν*

기원법단수 περιπλέκοιμι

περιπλέκοις

περιπλέκοι

쌍수 περιπλέκοιτον

περιπλεκοίτην

복수 περιπλέκοιμεν

περιπλέκοιτε

περιπλέκοιεν

명령법단수 περιπλέκε

περιπλεκέτω

쌍수 περιπλέκετον

περιπλεκέτων

복수 περιπλέκετε

περιπλεκόντων, περιπλεκέτωσαν

부정사 περιπλέκειν

분사 남성여성중성
περιπλεκων

περιπλεκοντος

περιπλεκουσα

περιπλεκουσης

περιπλεκον

περιπλεκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπλέκομαι

περιπλέκει, περιπλέκῃ

περιπλέκεται

쌍수 περιπλέκεσθον

περιπλέκεσθον

복수 περιπλεκόμεθα

περιπλέκεσθε

περιπλέκονται

접속법단수 περιπλέκωμαι

περιπλέκῃ

περιπλέκηται

쌍수 περιπλέκησθον

περιπλέκησθον

복수 περιπλεκώμεθα

περιπλέκησθε

περιπλέκωνται

기원법단수 περιπλεκοίμην

περιπλέκοιο

περιπλέκοιτο

쌍수 περιπλέκοισθον

περιπλεκοίσθην

복수 περιπλεκοίμεθα

περιπλέκοισθε

περιπλέκοιντο

명령법단수 περιπλέκου

περιπλεκέσθω

쌍수 περιπλέκεσθον

περιπλεκέσθων

복수 περιπλέκεσθε

περιπλεκέσθων, περιπλεκέσθωσαν

부정사 περιπλέκεσθαι

분사 남성여성중성
περιπλεκομενος

περιπλεκομενου

περιπλεκομενη

περιπλεκομενης

περιπλεκομενον

περιπλεκομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπλέξω

περιπλέξεις

περιπλέξει

쌍수 περιπλέξετον

περιπλέξετον

복수 περιπλέξομεν

περιπλέξετε

περιπλέξουσιν*

기원법단수 περιπλέξοιμι

περιπλέξοις

περιπλέξοι

쌍수 περιπλέξοιτον

περιπλεξοίτην

복수 περιπλέξοιμεν

περιπλέξοιτε

περιπλέξοιεν

부정사 περιπλέξειν

분사 남성여성중성
περιπλεξων

περιπλεξοντος

περιπλεξουσα

περιπλεξουσης

περιπλεξον

περιπλεξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπλέξομαι

περιπλέξει, περιπλέξῃ

περιπλέξεται

쌍수 περιπλέξεσθον

περιπλέξεσθον

복수 περιπλεξόμεθα

περιπλέξεσθε

περιπλέξονται

기원법단수 περιπλεξοίμην

περιπλέξοιο

περιπλέξοιτο

쌍수 περιπλέξοισθον

περιπλεξοίσθην

복수 περιπλεξοίμεθα

περιπλέξοισθε

περιπλέξοιντο

부정사 περιπλέξεσθαι

분사 남성여성중성
περιπλεξομενος

περιπλεξομενου

περιπλεξομενη

περιπλεξομενης

περιπλεξομενον

περιπλεξομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ δὲ ἐπέβησαν τοῦ λέχουσ καὶ ἐν ἔργῳ ἦσαν καὶ ἐντὸσ ἐγεγένηντο τῶν ἀρκύων, περιπλέκεται μὲν αὐτοῖσ τὰ δεσμά, ἐφίσταται δὲ ὁ Ἥφαιστοσ. (Lucian, Dialogi deorum, 1:9)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 1:9)

  • εἰ γὰρ ἕκαστον αὐτῶν μυριοστόν ἐστι μέροσ τῶν ἐν τῷ ἀέρι φερομένων ψηγμάτων, πηλίκον χρὴ νοῆσαι τὸ πέρασ αὐτῶν τὸ ἀγκιστροειδέσ, ᾧ περιπλέκεται πρὸσ ἄλληλα; (Galen, On the Natural Faculties., , section 1432)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 1432)

  • ἐπεὶ δὲ κἀκ τῶν πλαγίων ἀλλήλοισ περιπλέκεται, πάντωσ που κἀνταῦθα ἔχει τὰ ἄγκιστρα. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1440)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 1440)

유의어

  1. to twine or enfold round

  2. 복잡하게 하다

  3. to wrap up in words

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION