ἐπιπλέκω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐπιπλέκω
ἐπιπλέξω
형태분석:
ἐπι
(접두사)
+
πλέκ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to wreathe into
- to be interwoven with
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὅστισ Αἰγυπτίαν ὠνησάμενοσ θεράπαιναν ἐπεπλέκετο αὐτῇ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 482)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 482)
- πολλάκισ δὲ ὅταν μείζων ᾖ διαφορά, καὶ οὕτωσ ἐπιπλέκεισ, ἤδη μέντοι τινέσ εἰσιν, οἳ καὶ ἀφίσταντο, καὶ ποτὲ μὲν αὐτὸ μόνον ψιλὸν εἶπεσ, ποτὲ δὲ τὴν αἰτίαν παρέθηκασ, οἱο͂ν ὀρεγόμενοι τῆσ ἐλευθερίασ. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , chapter 13 14:3)
(아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , chapter 13 14:3)
- ὅσοι μὲν οὖν ἧττον τοῖσ Δωριεῦσιν ἐπεπλέκοντο καθάπερ συνέβη τοῖσ τε Ἀρκάσι καὶ τοῖσ Ἠλείοισ, τοῖσ μὲν ὀρεινοῖσ τελέωσ οὖσι καὶ οὐκ ἐμπεπτωκόσιν εἰσ τὸν κλῆρον, τοῖσ δ’ ἱεροῖσ νομισθεῖσι τοῦ Ὀλυμπίου Διὸσ καὶ καθ’ αὑτοὺσ εἰρήνην ἄγουσι πολὺν χρόνον, ἄλλωσ τε καὶ τοῦ Αἰολικοῦ γένουσ οὖσι καὶ δεδεγμένοισ τὴν Ὀξύλῳ συγκατελθοῦσαν στρατιὰν περὶ τὴν τῶν Ἡρακλειδῶν κάθοδον, οὗτοι αἰολιστὶ διελέχθησαν, οἱ δ’ ἄλλοι μικτῇ τινι ἐχρήσαντο ἐξ ἀμφοῖν, οἱ μὲν μᾶλλον οἱ δ’ ἧττον αἰολίζοντεσ· (Strabo, Geography, Book 8, chapter 1 3:10)
(스트라본, 지리학, Book 8, chapter 1 3:10)
파생어
- ἀναπλέκω (to enwreath, to braid one's hair, closely engaged)
- διαπλέκω (엮다, 꼬다, 짜다)
- ἐμπλέκω (짜다, 엮다, 누비다)
- καταπλέκω (엮다, 짜다, 잣다)
- παραπλέκω (to braid or weave in)
- περιπλέκω (복잡하게 하다, 곤란하게 하다, 덫으로 잡다)
- πλέκω (엮다, 꼬다, 비틀다)
- προσπλέκω (거치적거리다, 고수하다, 고집하다)