Ancient Greek-English Dictionary Language

περιμετρέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: περιμετρέω περιμετρήσω

Structure: περι (Prefix) + μετρέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to measure all round

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιμέτρω περιμέτρεις περιμέτρει
Dual περιμέτρειτον περιμέτρειτον
Plural περιμέτρουμεν περιμέτρειτε περιμέτρουσιν*
SubjunctiveSingular περιμέτρω περιμέτρῃς περιμέτρῃ
Dual περιμέτρητον περιμέτρητον
Plural περιμέτρωμεν περιμέτρητε περιμέτρωσιν*
OptativeSingular περιμέτροιμι περιμέτροις περιμέτροι
Dual περιμέτροιτον περιμετροίτην
Plural περιμέτροιμεν περιμέτροιτε περιμέτροιεν
ImperativeSingular περιμε͂τρει περιμετρεῖτω
Dual περιμέτρειτον περιμετρεῖτων
Plural περιμέτρειτε περιμετροῦντων, περιμετρεῖτωσαν
Infinitive περιμέτρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιμετρων περιμετρουντος περιμετρουσα περιμετρουσης περιμετρουν περιμετρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιμέτρουμαι περιμέτρει, περιμέτρῃ περιμέτρειται
Dual περιμέτρεισθον περιμέτρεισθον
Plural περιμετροῦμεθα περιμέτρεισθε περιμέτρουνται
SubjunctiveSingular περιμέτρωμαι περιμέτρῃ περιμέτρηται
Dual περιμέτρησθον περιμέτρησθον
Plural περιμετρώμεθα περιμέτρησθε περιμέτρωνται
OptativeSingular περιμετροίμην περιμέτροιο περιμέτροιτο
Dual περιμέτροισθον περιμετροίσθην
Plural περιμετροίμεθα περιμέτροισθε περιμέτροιντο
ImperativeSingular περιμέτρου περιμετρεῖσθω
Dual περιμέτρεισθον περιμετρεῖσθων
Plural περιμέτρεισθε περιμετρεῖσθων, περιμετρεῖσθωσαν
Infinitive περιμέτρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιμετρουμενος περιμετρουμενου περιμετρουμενη περιμετρουμενης περιμετρουμενον περιμετρουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιμετρήσω περιμετρήσεις περιμετρήσει
Dual περιμετρήσετον περιμετρήσετον
Plural περιμετρήσομεν περιμετρήσετε περιμετρήσουσιν*
OptativeSingular περιμετρήσοιμι περιμετρήσοις περιμετρήσοι
Dual περιμετρήσοιτον περιμετρησοίτην
Plural περιμετρήσοιμεν περιμετρήσοιτε περιμετρήσοιεν
Infinitive περιμετρήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιμετρησων περιμετρησοντος περιμετρησουσα περιμετρησουσης περιμετρησον περιμετρησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιμετρήσομαι περιμετρήσει, περιμετρήσῃ περιμετρήσεται
Dual περιμετρήσεσθον περιμετρήσεσθον
Plural περιμετρησόμεθα περιμετρήσεσθε περιμετρήσονται
OptativeSingular περιμετρησοίμην περιμετρήσοιο περιμετρήσοιτο
Dual περιμετρήσοισθον περιμετρησοίσθην
Plural περιμετρησοίμεθα περιμετρήσοισθε περιμετρήσοιντο
Infinitive περιμετρήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιμετρησομενος περιμετρησομενου περιμετρησομενη περιμετρησομενης περιμετρησομενον περιμετρησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to measure all round

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION