Ancient Greek-English Dictionary Language

περικόπτω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περικόπτω περικόψω

Structure: περι (Prefix) + κόπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to cut all round, clip, mutilate, had their, mutilated
  2. to lay waste, cutting down the fruit-trees, to plunder, to take away, intercept

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικόπτω περικόπτεις περικόπτει
Dual περικόπτετον περικόπτετον
Plural περικόπτομεν περικόπτετε περικόπτουσιν*
SubjunctiveSingular περικόπτω περικόπτῃς περικόπτῃ
Dual περικόπτητον περικόπτητον
Plural περικόπτωμεν περικόπτητε περικόπτωσιν*
OptativeSingular περικόπτοιμι περικόπτοις περικόπτοι
Dual περικόπτοιτον περικοπτοίτην
Plural περικόπτοιμεν περικόπτοιτε περικόπτοιεν
ImperativeSingular περικόπτε περικοπτέτω
Dual περικόπτετον περικοπτέτων
Plural περικόπτετε περικοπτόντων, περικοπτέτωσαν
Infinitive περικόπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περικοπτων περικοπτοντος περικοπτουσα περικοπτουσης περικοπτον περικοπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικόπτομαι περικόπτει, περικόπτῃ περικόπτεται
Dual περικόπτεσθον περικόπτεσθον
Plural περικοπτόμεθα περικόπτεσθε περικόπτονται
SubjunctiveSingular περικόπτωμαι περικόπτῃ περικόπτηται
Dual περικόπτησθον περικόπτησθον
Plural περικοπτώμεθα περικόπτησθε περικόπτωνται
OptativeSingular περικοπτοίμην περικόπτοιο περικόπτοιτο
Dual περικόπτοισθον περικοπτοίσθην
Plural περικοπτοίμεθα περικόπτοισθε περικόπτοιντο
ImperativeSingular περικόπτου περικοπτέσθω
Dual περικόπτεσθον περικοπτέσθων
Plural περικόπτεσθε περικοπτέσθων, περικοπτέσθωσαν
Infinitive περικόπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περικοπτομενος περικοπτομενου περικοπτομενη περικοπτομενης περικοπτομενον περικοπτομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐπεὶ δὲ τῶν ἄλλων σχεδὸν ἁπάντων αὐτῷ προσγεγονότων ἀπελείποντο Λακεδαιμόνιοι καὶ Ἠλεῖοι καὶ ὅσοι Λακεδαιμονίοισ Ἀρκάδων προσεῖχον, ἅμα τῷ τὸν Λεωνίδαν ἀποθανεῖν παρηνώχλει τοῖσ Ἀρκάσι καὶ περιέκοπτεν αὐτῶν μάλιστα τοὺσ τοῖσ Ἀχαιοῖσ ὁμοροῦντασ, ἀποπειρώμενοσ τῶν Λακεδαιμονίων, καὶ τοῦ Κλεομένουσ ὡσ νέου καὶ ἀπείρου καταφρονῶν. (Plutarch, Cleomenes, chapter 3 5:1)
  • καὶ πάλιν ἐπῄει πολὺσ γεγονώσ καὶ περιέκοπτεν αὐτῶν τὴν μὲν ἀπὸ τῆσ γῆσ εὐπορίαν ἐνέδραισ καὶ κυκλώσεσι καὶ τῷ πανταχόσε φοιτᾶν ὀξὺσ ἐπιών, τὰ δ’ ἐκ θαλάττησ λῃστρικοῖσ σκάφεσι κατέχων τὴν παραλίαν, ὥστε ἠναγκάσθησαν οἱ στρατηγοὶ διαλυθέντεσ ὁ μὲν εἰσ Γαλατίαν ἀπελθεῖν, Πομπήϊοσ δὲ περὶ Βακκαίουσ διαχειμάσαι μοχθηρῶσ ὑπὸ ἀχρηματίασ, γράφων πρὸσ τὴν σύγκλητον ὡσ ἀπάξει τὸν στρατόν, εἰ μὴ πέμποιεν ἀργύριον αὐτῷ· (Plutarch, Sertorius, chapter 21 5:2)
  • τοὺσ Ἑρμᾶσ περιέκοπτεν. (Demosthenes, Speeches 21-30, 194:9)
  • ἀλλ’ οἶμαι κατακρίνασ ὁ θεὸσ ὡσ μεμιασμένησ τῆσ πόλεωσ ἀπώλειαν καὶ πυρὶ βουλόμενοσ ἐκκαθαρθῆναι τὰ ἅγια τοὺσ ἀντεχομένουσ αὐτῶν καὶ φιλοστοργοῦντασ περιέκοπτεν. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 366:1)

Synonyms

  1. to lay waste

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION