고전 발음: [] 신약 발음: []
기본형: περικόπτω περικόψω
형태분석: περι (접두사) + κόπτ (어간) + ω (인칭어미)
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | περικόπτω (나는) 잘라낸다 |
περικόπτεις (너는) 잘라낸다 |
περικόπτει (그는) 잘라낸다 |
쌍수 | περικόπτετον (너희 둘은) 잘라낸다 |
περικόπτετον (그 둘은) 잘라낸다 |
||
복수 | περικόπτομεν (우리는) 잘라낸다 |
περικόπτετε (너희는) 잘라낸다 |
περικόπτουσιν* (그들은) 잘라낸다 |
|
접속법 | 단수 | περικόπτω (나는) 잘라내자 |
περικόπτῃς (너는) 잘라내자 |
περικόπτῃ (그는) 잘라내자 |
쌍수 | περικόπτητον (너희 둘은) 잘라내자 |
περικόπτητον (그 둘은) 잘라내자 |
||
복수 | περικόπτωμεν (우리는) 잘라내자 |
περικόπτητε (너희는) 잘라내자 |
περικόπτωσιν* (그들은) 잘라내자 |
|
기원법 | 단수 | περικόπτοιμι (나는) 잘라내기를 (바라다) |
περικόπτοις (너는) 잘라내기를 (바라다) |
περικόπτοι (그는) 잘라내기를 (바라다) |
쌍수 | περικόπτοιτον (너희 둘은) 잘라내기를 (바라다) |
περικοπτοίτην (그 둘은) 잘라내기를 (바라다) |
||
복수 | περικόπτοιμεν (우리는) 잘라내기를 (바라다) |
περικόπτοιτε (너희는) 잘라내기를 (바라다) |
περικόπτοιεν (그들은) 잘라내기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | περικόπτε (너는) 잘라내어라 |
περικοπτέτω (그는) 잘라내어라 |
|
쌍수 | περικόπτετον (너희 둘은) 잘라내어라 |
περικοπτέτων (그 둘은) 잘라내어라 |
||
복수 | περικόπτετε (너희는) 잘라내어라 |
περικοπτόντων, περικοπτέτωσαν (그들은) 잘라내어라 |
||
부정사 | περικόπτειν 잘라내는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
περικοπτων περικοπτοντος | περικοπτουσα περικοπτουσης | περικοπτον περικοπτοντος | ||
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | περικόπτομαι (나는) 잘라내여진다 |
περικόπτει, περικόπτῃ (너는) 잘라내여진다 |
περικόπτεται (그는) 잘라내여진다 |
쌍수 | περικόπτεσθον (너희 둘은) 잘라내여진다 |
περικόπτεσθον (그 둘은) 잘라내여진다 |
||
복수 | περικοπτόμεθα (우리는) 잘라내여진다 |
περικόπτεσθε (너희는) 잘라내여진다 |
περικόπτονται (그들은) 잘라내여진다 |
|
접속법 | 단수 | περικόπτωμαι (나는) 잘라내여지자 |
περικόπτῃ (너는) 잘라내여지자 |
περικόπτηται (그는) 잘라내여지자 |
쌍수 | περικόπτησθον (너희 둘은) 잘라내여지자 |
περικόπτησθον (그 둘은) 잘라내여지자 |
||
복수 | περικοπτώμεθα (우리는) 잘라내여지자 |
περικόπτησθε (너희는) 잘라내여지자 |
περικόπτωνται (그들은) 잘라내여지자 |
|
기원법 | 단수 | περικοπτοίμην (나는) 잘라내여지기를 (바라다) |
περικόπτοιο (너는) 잘라내여지기를 (바라다) |
περικόπτοιτο (그는) 잘라내여지기를 (바라다) |
쌍수 | περικόπτοισθον (너희 둘은) 잘라내여지기를 (바라다) |
περικοπτοίσθην (그 둘은) 잘라내여지기를 (바라다) |
||
복수 | περικοπτοίμεθα (우리는) 잘라내여지기를 (바라다) |
περικόπτοισθε (너희는) 잘라내여지기를 (바라다) |
περικόπτοιντο (그들은) 잘라내여지기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | περικόπτου (너는) 잘라내여져라 |
περικοπτέσθω (그는) 잘라내여져라 |
|
쌍수 | περικόπτεσθον (너희 둘은) 잘라내여져라 |
περικοπτέσθων (그 둘은) 잘라내여져라 |
||
복수 | περικόπτεσθε (너희는) 잘라내여져라 |
περικοπτέσθων, περικοπτέσθωσαν (그들은) 잘라내여져라 |
||
부정사 | περικόπτεσθαι 잘라내여지는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
περικοπτομενος περικοπτομενου | περικοπτομενη περικοπτομενης | περικοπτομενον περικοπτομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | περικόψω (나는) 잘라내겠다 |
περικόψεις (너는) 잘라내겠다 |
περικόψει (그는) 잘라내겠다 |
쌍수 | περικόψετον (너희 둘은) 잘라내겠다 |
περικόψετον (그 둘은) 잘라내겠다 |
||
복수 | περικόψομεν (우리는) 잘라내겠다 |
περικόψετε (너희는) 잘라내겠다 |
περικόψουσιν* (그들은) 잘라내겠다 |
|
기원법 | 단수 | περικόψοιμι (나는) 잘라내겠기를 (바라다) |
περικόψοις (너는) 잘라내겠기를 (바라다) |
περικόψοι (그는) 잘라내겠기를 (바라다) |
쌍수 | περικόψοιτον (너희 둘은) 잘라내겠기를 (바라다) |
περικοψοίτην (그 둘은) 잘라내겠기를 (바라다) |
||
복수 | περικόψοιμεν (우리는) 잘라내겠기를 (바라다) |
περικόψοιτε (너희는) 잘라내겠기를 (바라다) |
περικόψοιεν (그들은) 잘라내겠기를 (바라다) |
|
부정사 | περικόψειν 잘라낼 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
περικοψων περικοψοντος | περικοψουσα περικοψουσης | περικοψον περικοψοντος | ||
중간태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | περικόψομαι (나는) 잘라내여지겠다 |
περικόψει, περικόψῃ (너는) 잘라내여지겠다 |
περικόψεται (그는) 잘라내여지겠다 |
쌍수 | περικόψεσθον (너희 둘은) 잘라내여지겠다 |
περικόψεσθον (그 둘은) 잘라내여지겠다 |
||
복수 | περικοψόμεθα (우리는) 잘라내여지겠다 |
περικόψεσθε (너희는) 잘라내여지겠다 |
περικόψονται (그들은) 잘라내여지겠다 |
|
기원법 | 단수 | περικοψοίμην (나는) 잘라내여지겠기를 (바라다) |
περικόψοιο (너는) 잘라내여지겠기를 (바라다) |
περικόψοιτο (그는) 잘라내여지겠기를 (바라다) |
쌍수 | περικόψοισθον (너희 둘은) 잘라내여지겠기를 (바라다) |
περικοψοίσθην (그 둘은) 잘라내여지겠기를 (바라다) |
||
복수 | περικοψοίμεθα (우리는) 잘라내여지겠기를 (바라다) |
περικόψοισθε (너희는) 잘라내여지겠기를 (바라다) |
περικόψοιντο (그들은) 잘라내여지겠기를 (바라다) |
|
부정사 | περικόψεσθαι 잘라내여질 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
περικοψομενος περικοψομενου | περικοψομενη περικοψομενης | περικοψομενον περικοψομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | περιέκοπτον (나는) 잘라내고 있었다 |
περιέκοπτες (너는) 잘라내고 있었다 |
περιέκοπτεν* (그는) 잘라내고 있었다 |
쌍수 | περιεκόπτετον (너희 둘은) 잘라내고 있었다 |
περιεκοπτέτην (그 둘은) 잘라내고 있었다 |
||
복수 | περιεκόπτομεν (우리는) 잘라내고 있었다 |
περιεκόπτετε (너희는) 잘라내고 있었다 |
περιέκοπτον (그들은) 잘라내고 있었다 |
|
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | περιεκοπτόμην (나는) 잘라내여지고 있었다 |
περιεκόπτου (너는) 잘라내여지고 있었다 |
περιεκόπτετο (그는) 잘라내여지고 있었다 |
쌍수 | περιεκόπτεσθον (너희 둘은) 잘라내여지고 있었다 |
περιεκοπτέσθην (그 둘은) 잘라내여지고 있었다 |
||
복수 | περιεκοπτόμεθα (우리는) 잘라내여지고 있었다 |
περιεκόπτεσθε (너희는) 잘라내여지고 있었다 |
περιεκόπτοντο (그들은) 잘라내여지고 있었다 |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기고전 발음: [] 신약 발음: []
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기