헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περικοπή

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περικοπή

형태분석: περικοπ (어간) + η (어미)

어원: from periko/ptw

  1. a cutting all round, mutilation, trepanning
  2. the outline or general form
  3. a section or short passage, a portion of scripture

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ μέντοι τῶν Ἑρμῶν περικοπή, μιᾷ νυκτὶ τῶν πλείστων ἀκρωτηριασθέντων τὰ πρόσωπα, πολλοὺσ καὶ τῶν περιφρονούντων τὰ τοιαῦτα διετάραξεν. (Plutarch, , chapter 18 3:2)

    (플루타르코스, , chapter 18 3:2)

  • ὃσ ἐλπίσασ τὸν μὲν Θουκυδίδην ὑπερβαλεῖσθαι δεινότητι, τὸν δὲ Φίλιστον ἀποδείξειν παντάπασι φορτικὸν καὶ ἰδιώτην, διὰ μέσων ὠθεῖται τῇ ἱστορίᾳ τῶν μάλιστα κατωρθωμένων ἐκείνοισ ἀγώνων καὶ ναυμαχιῶν καὶ δημηγοριῶν, οὐ μὰ Δία παρὰ Λύδιον ἁρ́μα πεζὸσ οἰχνεύων ὥσ φησι Πίνδαροσ, ἀλλ’ ὅλωσ τισ ὀψιμαθὴσ καὶ μειρακιώδησ φαινόμενοσ ἐν τούτοισ, καὶ κατὰ τὸν Δίφιλον παχύσ, ὠνθυλευμένοσ στέατι Σικελικῷ, πολλαχοῦ δ’ ὑπορρέων εἰσ τὸν Ξέναρχον, ὥσπερ ὅταν λέγῃ τοῖσ Ἀθηναίοισ οἰωνὸν ἡγήσασθαι γεγονέναι τὸν ἀπὸ τῆσ νίκησ ἔχοντα τοὔνομα στρατηγὸν ἀντειπόντα πρὸσ τὴν στρατηγίαν, καὶ τῇ περικοπῇ τῶν Ἑρμῶν προσημαίνειν αὐτοῖσ τὸ δαιμόνιον, ὡσ ὑπὸ Ἑρμοκράτουσ τοῦ Ἕρμωνοσ πλεῖστα πείσονται παρὰ τὸν πόλεμον· (Plutarch, , chapter 1 2:1)

    (플루타르코스, , chapter 1 2:1)

  • οὐδὲ γὰρ τὰ προὖπτα καὶ καταφανῆ τῶν σημείων ἀπέτρεπεν, ἥ τε τῶν Ἑρμῶν περικοπή, μιᾷ νυκτὶ πάντων ἀκρωτηριασθέντων πλὴν ἑνόσ, ὃν Ἀνδοκίδου καλοῦσιν, ἀνάθημα μὲν τῆσ Αἰγηί̈δοσ φυλῆσ, κείμενον δὲ πρὸ τῆσ τότε οὔσησ Ἀνδοκίδου οἰκίασ, καὶ τὸ πραχθὲν περὶ τὸν βωμὸν τῶν δώδεκα θεῶν. (Plutarch, , chapter 13 2:1)

    (플루타르코스, , chapter 13 2:1)

유의어

  1. the outline or general form

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION