헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιδιώκω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιδιώκω

형태분석: περι (접두사) + διώκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to pursue on all sides

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιδιώκω

περιδιώκεις

περιδιώκει

쌍수 περιδιώκετον

περιδιώκετον

복수 περιδιώκομεν

περιδιώκετε

περιδιώκουσιν*

접속법단수 περιδιώκω

περιδιώκῃς

περιδιώκῃ

쌍수 περιδιώκητον

περιδιώκητον

복수 περιδιώκωμεν

περιδιώκητε

περιδιώκωσιν*

기원법단수 περιδιώκοιμι

περιδιώκοις

περιδιώκοι

쌍수 περιδιώκοιτον

περιδιωκοίτην

복수 περιδιώκοιμεν

περιδιώκοιτε

περιδιώκοιεν

명령법단수 περιδίωκε

περιδιωκέτω

쌍수 περιδιώκετον

περιδιωκέτων

복수 περιδιώκετε

περιδιωκόντων, περιδιωκέτωσαν

부정사 περιδιώκειν

분사 남성여성중성
περιδιωκων

περιδιωκοντος

περιδιωκουσα

περιδιωκουσης

περιδιωκον

περιδιωκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιδιώκομαι

περιδιώκει, περιδιώκῃ

περιδιώκεται

쌍수 περιδιώκεσθον

περιδιώκεσθον

복수 περιδιωκόμεθα

περιδιώκεσθε

περιδιώκονται

접속법단수 περιδιώκωμαι

περιδιώκῃ

περιδιώκηται

쌍수 περιδιώκησθον

περιδιώκησθον

복수 περιδιωκώμεθα

περιδιώκησθε

περιδιώκωνται

기원법단수 περιδιωκοίμην

περιδιώκοιο

περιδιώκοιτο

쌍수 περιδιώκοισθον

περιδιωκοίσθην

복수 περιδιωκοίμεθα

περιδιώκοισθε

περιδιώκοιντο

명령법단수 περιδιώκου

περιδιωκέσθω

쌍수 περιδιώκεσθον

περιδιωκέσθων

복수 περιδιώκεσθε

περιδιωκέσθων, περιδιωκέσθωσαν

부정사 περιδιώκεσθαι

분사 남성여성중성
περιδιωκομενος

περιδιωκομενου

περιδιωκομενη

περιδιωκομενης

περιδιωκομενον

περιδιωκομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to pursue on all sides

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION