Ancient Greek-English Dictionary Language

παρορμέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: παρορμέω παρορμήσω

Structure: παρ (Prefix) + ὁρμέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to lie at anchor beside or near

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρορμῶ παρορμεῖς παρορμεῖ
Dual παρορμεῖτον παρορμεῖτον
Plural παρορμοῦμεν παρορμεῖτε παρορμοῦσιν*
SubjunctiveSingular παρορμῶ παρορμῇς παρορμῇ
Dual παρορμῆτον παρορμῆτον
Plural παρορμῶμεν παρορμῆτε παρορμῶσιν*
OptativeSingular παρορμοῖμι παρορμοῖς παρορμοῖ
Dual παρορμοῖτον παρορμοίτην
Plural παρορμοῖμεν παρορμοῖτε παρορμοῖεν
ImperativeSingular παρόρμει παρορμείτω
Dual παρορμεῖτον παρορμείτων
Plural παρορμεῖτε παρορμούντων, παρορμείτωσαν
Infinitive παρορμεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
παρορμων παρορμουντος παρορμουσα παρορμουσης παρορμουν παρορμουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρορμοῦμαι παρορμεῖ, παρορμῇ παρορμεῖται
Dual παρορμεῖσθον παρορμεῖσθον
Plural παρορμούμεθα παρορμεῖσθε παρορμοῦνται
SubjunctiveSingular παρορμῶμαι παρορμῇ παρορμῆται
Dual παρορμῆσθον παρορμῆσθον
Plural παρορμώμεθα παρορμῆσθε παρορμῶνται
OptativeSingular παρορμοίμην παρορμοῖο παρορμοῖτο
Dual παρορμοῖσθον παρορμοίσθην
Plural παρορμοίμεθα παρορμοῖσθε παρορμοῖντο
ImperativeSingular παρορμοῦ παρορμείσθω
Dual παρορμεῖσθον παρορμείσθων
Plural παρορμεῖσθε παρορμείσθων, παρορμείσθωσαν
Infinitive παρορμεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παρορμουμενος παρορμουμενου παρορμουμενη παρορμουμενης παρορμουμενον παρορμουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to lie at anchor beside or near

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION