Ancient Greek-English Dictionary Language

παρασιγάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: παρασιγάω παρασιγήσομαι

Structure: παρασιγά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to pass by in silence

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρασίγω παρασίγᾳς παρασίγᾳ
Dual παρασίγᾱτον παρασίγᾱτον
Plural παρασίγωμεν παρασίγᾱτε παρασίγωσιν*
SubjunctiveSingular παρασίγω παρασίγῃς παρασίγῃ
Dual παρασίγητον παρασίγητον
Plural παρασίγωμεν παρασίγητε παρασίγωσιν*
OptativeSingular παρασίγῳμι παρασίγῳς παρασίγῳ
Dual παρασίγῳτον παρασιγῷτην
Plural παρασίγῳμεν παρασίγῳτε παρασίγῳεν
ImperativeSingular παρασῖγᾱ παρασιγᾶτω
Dual παρασίγᾱτον παρασιγᾶτων
Plural παρασίγᾱτε παρασιγῶντων, παρασιγᾶτωσαν
Infinitive παρασίγᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
παρασιγων παρασιγωντος παρασιγωσα παρασιγωσης παρασιγων παρασιγωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρασίγωμαι παρασίγᾳ παρασίγᾱται
Dual παρασίγᾱσθον παρασίγᾱσθον
Plural παρασιγῶμεθα παρασίγᾱσθε παρασίγωνται
SubjunctiveSingular παρασίγωμαι παρασίγῃ παρασίγηται
Dual παρασίγησθον παρασίγησθον
Plural παρασιγώμεθα παρασίγησθε παρασίγωνται
OptativeSingular παρασιγῷμην παρασίγῳο παρασίγῳτο
Dual παρασίγῳσθον παρασιγῷσθην
Plural παρασιγῷμεθα παρασίγῳσθε παρασίγῳντο
ImperativeSingular παρασίγω παρασιγᾶσθω
Dual παρασίγᾱσθον παρασιγᾶσθων
Plural παρασίγᾱσθε παρασιγᾶσθων, παρασιγᾶσθωσαν
Infinitive παρασίγᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παρασιγωμενος παρασιγωμενου παρασιγωμενη παρασιγωμενης παρασιγωμενον παρασιγωμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to pass by in silence

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION