- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μυκτήρ?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: myktēr 고전 발음: [뮉떼:] 신약 발음: [뮉떼]

기본형: μυκτήρ μυκτῆρος

형태분석: μυκτηρ (어간)

  1. the nose, snout, the nostrils
  2. a sneerer

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μυκτήρ

코가

μυκτῆρε

코들이

μυκτῆρες

코들이

속격 μυκτῆρος

코의

μυκτήροιν

코들의

μυκτήρων

코들의

여격 μυκτῆρι

코에게

μυκτήροιν

코들에게

μυκτῆρσι(ν)

코들에게

대격 μυκτῆρα

코를

μυκτῆρε

코들을

μυκτῆρας

코들을

호격 μυκτήρ

코야

μυκτῆρε

코들아

μυκτῆρες

코들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἕως μηνὸς ἡμερῶν φάγεσθε, ἕως ἂν ἐξέλθῃ ἐκ τῶν μυκτήρων ὑμῶν. καὶ ἔσται ὑμῖν εἰς χολέραν, ὅτι ἠπειθήσατε Κυρίῳ, ὅς ἐστιν ἐν ὑμῖν, καὶ ἐκλαύσατε ἐναντίον αὐτοῦ λέγοντες. ἱνατί ἡμῖν ἐξελθεῖν ἐξ Αἰγύπτου; (Septuagint, Liber Numeri 11:20)

    (70인역 성경, 민수기 11:20)

  • εἰ δήσεις κρίκον ἐν τῷ μυκτῆρι αὐτοῦ, ψελλίῳ δὲ τρυπήσεις τὸ χεῖλος αὐτοῦ; (Septuagint, Liber Iob 40:26)

    (70인역 성경, 욥기 40:26)

  • ἐκ μυκτήρων αὐτοῦ ἐκπορεύεται καπνὸς καμίνου καιομένης πυρὶ ἀνθράκων. (Septuagint, Liber Iob 41:12)

    (70인역 성경, 욥기 41:12)

  • ἄμελγε γάλα, καὶ ἔσται βούτυρον. ἐὰν δὲ ἐκπιέζῃς μυκτῆρας, ἐξελεύσεται αἷμα. ἐὰν δὲ ἐξέλκῃς λόγους, ἐξελεύσονται κρίσεις καὶ μάχαι. . Οἱ ἐμοὶ λόγοι εἴρηνται ὑπὸ Θεοῦ, βασιλέως χρηματισμός, ὃν ἐπαίδευσεν ἡ μήτηρ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 24:69)

    (70인역 성경, 잠언 24:69)

  • ὁ τράχηλός σου ὡς πύργος ἐλεφάντινος. οἱ ὀφθαλμοί σου ὡς λίμναι ἐν Ἐσεβών, ἐν πύλαις θυγατρὸς πολλῶν. μυκτήρ σου ὡς πύργος τοῦ Λιβάνου σκοπεύων πρόσωπον Δαμασκοῦ. (Septuagint, Canticum Canticorum 7:5)

    (70인역 성경, 아가 7:5)

  • οἰο῀ν μυκτὴρ μυκᾶται καὶ σφόνδυλος ἀχεῖ. (Aristophanes, Wasps, Episode, anapests6)

    (아리스토파네스, Wasps, Episode, anapests6)

  • εὔρυθμὸς γε καὶ πολιτικὸς ὁ μυκτὴρ τοῦ συγγραφέως, εἰς Κᾶρας ὥσπερ εἰς κόρακας ἀποδιοπομπουμένου τὸν Ἰσαγόραν. (Plutarch, De Herodoti malignitate, section 23 5:1)

    (플루타르코스, De Herodoti malignitate, section 23 5:1)

  • ἐκ δ ἄρα τῶν ἀπέκλινεν ὁ λαξόος, ἐννομολέσχης, Ἑλλήνων ἐπαοιδός, ἀκριβολόγους ἀποφήνας, μυκτὴρ ῥητορόμυκτος, ὑπαττικὸς εἰρωνευτής. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. e'. SWKRATHS 2:6)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. e'. SWKRATHS 2:6)

유의어

  1. a sneerer

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION