μυκτήρ
3군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
μυκτήρ
μυκτῆρος
형태분석:
μυκτηρ
(어간)
뜻
- 코
- the nose, snout, the nostrils
- a sneerer
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἕωσ μηνὸσ ἡμερῶν φάγεσθε, ἕωσ ἂν ἐξέλθῃ ἐκ τῶν μυκτήρων ὑμῶν. καὶ ἔσται ὑμῖν εἰσ χολέραν, ὅτι ἠπειθήσατε Κυρίῳ, ὅσ ἐστιν ἐν ὑμῖν, καὶ ἐκλαύσατε ἐναντίον αὐτοῦ λέγοντεσ. ἱνατί ἡμῖν ἐξελθεῖν ἐξ Αἰγύπτου̣ (Septuagint, Liber Numeri 11:20)
(70인역 성경, 민수기 11:20)
- εἰ δήσεισ κρίκον ἐν τῷ μυκτῆρι αὐτοῦ, ψελλίῳ δὲ τρυπήσεισ τὸ χεῖλοσ αὐτοῦ̣ (Septuagint, Liber Iob 40:26)
(70인역 성경, 욥기 40:26)
- ἐκ μυκτήρων αὐτοῦ ἐκπορεύεται καπνὸσ καμίνου καιομένησ πυρὶ ἀνθράκων. (Septuagint, Liber Iob 41:12)
(70인역 성경, 욥기 41:12)
- ἄμελγε γάλα, καὶ ἔσται βούτυρον. ἐὰν δὲ ἐκπιέζῃσ μυκτῆρασ, ἐξελεύσεται αἷμα. ἐὰν δὲ ἐξέλκῃσ λόγουσ, ἐξελεύσονται κρίσεισ καὶ μάχαι. ̀ρ̀ν̀ρ̀ν̀ρ̀ν̀ρ̀ν . Οἱ ἐμοὶ λόγοι εἴρηνται ὑπὸ Θεοῦ, βασιλέωσ χρηματισμόσ, ὃν ἐπαίδευσεν ἡ μήτηρ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 24:69)
(70인역 성경, 잠언 24:69)
- ὁ τράχηλόσ σου ὡσ πύργοσ ἐλεφάντινοσ. οἱ ὀφθαλμοί σου ὡσ λίμναι ἐν Ἐσεβών, ἐν πύλαισ θυγατρὸσ πολλῶν. μυκτήρ σου ὡσ πύργοσ τοῦ Λιβάνου σκοπεύων πρόσωπον Δαμασκοῦ. (Septuagint, Canticum Canticorum 7:5)
(70인역 성경, 아가 7:5)
- οἰο͂ν μυκτὴρ μυκᾶται καὶ σφόνδυλοσ ἀχεῖ. (Aristophanes, Wasps, Episode, anapests6)
(아리스토파네스, Wasps, Episode, anapests6)
- εὔρυθμὸσ γε καὶ πολιτικὸσ ὁ μυκτὴρ τοῦ συγγραφέωσ, εἰσ Κᾶρασ ὥσπερ εἰσ κόρακασ ἀποδιοπομπουμένου τὸν Ἰσαγόραν. (Plutarch, De Herodoti malignitate, section 23 5:1)
(플루타르코스, De Herodoti malignitate, section 23 5:1)
- ἐκ δ’ ἄρα τῶν ἀπέκλινεν ὁ λαξόοσ, ἐννομολέσχησ, Ἑλλήνων ἐπαοιδόσ, ἀκριβολόγουσ ἀποφήνασ, μυκτὴρ ῥητορόμυκτοσ, ὑπαττικὸσ εἰρωνευτήσ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. e'. SWKRATHS 2:6)
(디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. e'. SWKRATHS 2:6)
유의어
-
코
- ῥίς (코)
- ῥώθων (코)
- ῥύγχος (snout, the nose of an animal, muzzle)
- κίων (the division of the nostrils, cartilage of the nose)
-
a sneerer