헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεταμανθάνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεταμανθάνω μεταμαθήσομαι

형태분석: μετα (접두사) + μανθάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 선호하다, 더 좋아하다
  1. to learn differently, to unlearn one, and learn, instead, to learn a new
  2. to learn to forget, unlearn
  3. to learn better

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταμανθάνω

(나는) 선호한다

μεταμανθάνεις

(너는) 선호한다

μεταμανθάνει

(그는) 선호한다

쌍수 μεταμανθάνετον

(너희 둘은) 선호한다

μεταμανθάνετον

(그 둘은) 선호한다

복수 μεταμανθάνομεν

(우리는) 선호한다

μεταμανθάνετε

(너희는) 선호한다

μεταμανθάνουσιν*

(그들은) 선호한다

접속법단수 μεταμανθάνω

(나는) 선호하자

μεταμανθάνῃς

(너는) 선호하자

μεταμανθάνῃ

(그는) 선호하자

쌍수 μεταμανθάνητον

(너희 둘은) 선호하자

μεταμανθάνητον

(그 둘은) 선호하자

복수 μεταμανθάνωμεν

(우리는) 선호하자

μεταμανθάνητε

(너희는) 선호하자

μεταμανθάνωσιν*

(그들은) 선호하자

기원법단수 μεταμανθάνοιμι

(나는) 선호하기를 (바라다)

μεταμανθάνοις

(너는) 선호하기를 (바라다)

μεταμανθάνοι

(그는) 선호하기를 (바라다)

쌍수 μεταμανθάνοιτον

(너희 둘은) 선호하기를 (바라다)

μεταμανθανοίτην

(그 둘은) 선호하기를 (바라다)

복수 μεταμανθάνοιμεν

(우리는) 선호하기를 (바라다)

μεταμανθάνοιτε

(너희는) 선호하기를 (바라다)

μεταμανθάνοιεν

(그들은) 선호하기를 (바라다)

명령법단수 μεταμάνθανε

(너는) 선호해라

μεταμανθανέτω

(그는) 선호해라

쌍수 μεταμανθάνετον

(너희 둘은) 선호해라

μεταμανθανέτων

(그 둘은) 선호해라

복수 μεταμανθάνετε

(너희는) 선호해라

μεταμανθανόντων, μεταμανθανέτωσαν

(그들은) 선호해라

부정사 μεταμανθάνειν

선호하는 것

분사 남성여성중성
μεταμανθανων

μεταμανθανοντος

μεταμανθανουσα

μεταμανθανουσης

μεταμανθανον

μεταμανθανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταμανθάνομαι

(나는) 선호된다

μεταμανθάνει, μεταμανθάνῃ

(너는) 선호된다

μεταμανθάνεται

(그는) 선호된다

쌍수 μεταμανθάνεσθον

(너희 둘은) 선호된다

μεταμανθάνεσθον

(그 둘은) 선호된다

복수 μεταμανθανόμεθα

(우리는) 선호된다

μεταμανθάνεσθε

(너희는) 선호된다

μεταμανθάνονται

(그들은) 선호된다

접속법단수 μεταμανθάνωμαι

(나는) 선호되자

μεταμανθάνῃ

(너는) 선호되자

μεταμανθάνηται

(그는) 선호되자

쌍수 μεταμανθάνησθον

(너희 둘은) 선호되자

μεταμανθάνησθον

(그 둘은) 선호되자

복수 μεταμανθανώμεθα

(우리는) 선호되자

μεταμανθάνησθε

(너희는) 선호되자

μεταμανθάνωνται

(그들은) 선호되자

기원법단수 μεταμανθανοίμην

(나는) 선호되기를 (바라다)

μεταμανθάνοιο

(너는) 선호되기를 (바라다)

μεταμανθάνοιτο

(그는) 선호되기를 (바라다)

쌍수 μεταμανθάνοισθον

(너희 둘은) 선호되기를 (바라다)

μεταμανθανοίσθην

(그 둘은) 선호되기를 (바라다)

복수 μεταμανθανοίμεθα

(우리는) 선호되기를 (바라다)

μεταμανθάνοισθε

(너희는) 선호되기를 (바라다)

μεταμανθάνοιντο

(그들은) 선호되기를 (바라다)

명령법단수 μεταμανθάνου

(너는) 선호되어라

μεταμανθανέσθω

(그는) 선호되어라

쌍수 μεταμανθάνεσθον

(너희 둘은) 선호되어라

μεταμανθανέσθων

(그 둘은) 선호되어라

복수 μεταμανθάνεσθε

(너희는) 선호되어라

μεταμανθανέσθων, μεταμανθανέσθωσαν

(그들은) 선호되어라

부정사 μεταμανθάνεσθαι

선호되는 것

분사 남성여성중성
μεταμανθανομενος

μεταμανθανομενου

μεταμανθανομενη

μεταμανθανομενης

μεταμανθανομενον

μεταμανθανομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταμαθήσομαι

(나는) 선호하겠다

μεταμαθήσει, μεταμαθήσῃ

(너는) 선호하겠다

μεταμαθήσεται

(그는) 선호하겠다

쌍수 μεταμαθήσεσθον

(너희 둘은) 선호하겠다

μεταμαθήσεσθον

(그 둘은) 선호하겠다

복수 μεταμαθησόμεθα

(우리는) 선호하겠다

μεταμαθήσεσθε

(너희는) 선호하겠다

μεταμαθήσονται

(그들은) 선호하겠다

기원법단수 μεταμαθησοίμην

(나는) 선호하겠기를 (바라다)

μεταμαθήσοιο

(너는) 선호하겠기를 (바라다)

μεταμαθήσοιτο

(그는) 선호하겠기를 (바라다)

쌍수 μεταμαθήσοισθον

(너희 둘은) 선호하겠기를 (바라다)

μεταμαθησοίσθην

(그 둘은) 선호하겠기를 (바라다)

복수 μεταμαθησοίμεθα

(우리는) 선호하겠기를 (바라다)

μεταμαθήσοισθε

(너희는) 선호하겠기를 (바라다)

μεταμαθήσοιντο

(그들은) 선호하겠기를 (바라다)

부정사 μεταμαθήσεσθαι

선호할 것

분사 남성여성중성
μεταμαθησομενος

μεταμαθησομενου

μεταμαθησομενη

μεταμαθησομενης

μεταμαθησομενον

μεταμαθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεμάνθανον

(나는) 선호하고 있었다

μετεμάνθανες

(너는) 선호하고 있었다

μετεμάνθανεν*

(그는) 선호하고 있었다

쌍수 μετεμανθάνετον

(너희 둘은) 선호하고 있었다

μετεμανθανέτην

(그 둘은) 선호하고 있었다

복수 μετεμανθάνομεν

(우리는) 선호하고 있었다

μετεμανθάνετε

(너희는) 선호하고 있었다

μετεμάνθανον

(그들은) 선호하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεμανθανόμην

(나는) 선호되고 있었다

μετεμανθάνου

(너는) 선호되고 있었다

μετεμανθάνετο

(그는) 선호되고 있었다

쌍수 μετεμανθάνεσθον

(너희 둘은) 선호되고 있었다

μετεμανθανέσθην

(그 둘은) 선호되고 있었다

복수 μετεμανθανόμεθα

(우리는) 선호되고 있었다

μετεμανθάνεσθε

(너희는) 선호되고 있었다

μετεμανθάνοντο

(그들은) 선호되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔμελλον δὲ ἄρα διάλεκτόν τε ἀνὰ χρόνον καὶ ἔθη μεταμαθήσεσθαι τὰ Δωριέων. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 34 14:3)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 34 14:3)

유의어

  1. to learn to forget

  2. to learn better

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION