Ancient Greek-English Dictionary Language

μεταλαγχάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μεταλαγχάνω μεταλήξομαι

Structure: μετα (Prefix) + λαγχάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to have a share, allotted one

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταλαγχάνω μεταλαγχάνεις μεταλαγχάνει
Dual μεταλαγχάνετον μεταλαγχάνετον
Plural μεταλαγχάνομεν μεταλαγχάνετε μεταλαγχάνουσιν*
SubjunctiveSingular μεταλαγχάνω μεταλαγχάνῃς μεταλαγχάνῃ
Dual μεταλαγχάνητον μεταλαγχάνητον
Plural μεταλαγχάνωμεν μεταλαγχάνητε μεταλαγχάνωσιν*
OptativeSingular μεταλαγχάνοιμι μεταλαγχάνοις μεταλαγχάνοι
Dual μεταλαγχάνοιτον μεταλαγχανοίτην
Plural μεταλαγχάνοιμεν μεταλαγχάνοιτε μεταλαγχάνοιεν
ImperativeSingular μεταλάγχανε μεταλαγχανέτω
Dual μεταλαγχάνετον μεταλαγχανέτων
Plural μεταλαγχάνετε μεταλαγχανόντων, μεταλαγχανέτωσαν
Infinitive μεταλαγχάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταλαγχανων μεταλαγχανοντος μεταλαγχανουσα μεταλαγχανουσης μεταλαγχανον μεταλαγχανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταλαγχάνομαι μεταλαγχάνει, μεταλαγχάνῃ μεταλαγχάνεται
Dual μεταλαγχάνεσθον μεταλαγχάνεσθον
Plural μεταλαγχανόμεθα μεταλαγχάνεσθε μεταλαγχάνονται
SubjunctiveSingular μεταλαγχάνωμαι μεταλαγχάνῃ μεταλαγχάνηται
Dual μεταλαγχάνησθον μεταλαγχάνησθον
Plural μεταλαγχανώμεθα μεταλαγχάνησθε μεταλαγχάνωνται
OptativeSingular μεταλαγχανοίμην μεταλαγχάνοιο μεταλαγχάνοιτο
Dual μεταλαγχάνοισθον μεταλαγχανοίσθην
Plural μεταλαγχανοίμεθα μεταλαγχάνοισθε μεταλαγχάνοιντο
ImperativeSingular μεταλαγχάνου μεταλαγχανέσθω
Dual μεταλαγχάνεσθον μεταλαγχανέσθων
Plural μεταλαγχάνεσθε μεταλαγχανέσθων, μεταλαγχανέσθωσαν
Infinitive μεταλαγχάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταλαγχανομενος μεταλαγχανομενου μεταλαγχανομενη μεταλαγχανομενης μεταλαγχανομενον μεταλαγχανομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to have a share

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION