헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεταιτέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεταιτέω μεταιτήσω

형태분석: μετ (접두사) + αἰτέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 애원하다, 빌다, 요청하다
  2. 애원하다, 간청하다, 빌다
  1. to demand one's share of
  2. to beg of, ask alms of
  3. to beg, solicit

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταίτω

μεταίτεις

μεταίτει

쌍수 μεταίτειτον

μεταίτειτον

복수 μεταίτουμεν

μεταίτειτε

μεταίτουσιν*

접속법단수 μεταίτω

μεταίτῃς

μεταίτῃ

쌍수 μεταίτητον

μεταίτητον

복수 μεταίτωμεν

μεταίτητε

μεταίτωσιν*

기원법단수 μεταίτοιμι

μεταίτοις

μεταίτοι

쌍수 μεταίτοιτον

μεταιτοίτην

복수 μεταίτοιμεν

μεταίτοιτε

μεταίτοιεν

명령법단수 μεταῖτει

μεταιτεῖτω

쌍수 μεταίτειτον

μεταιτεῖτων

복수 μεταίτειτε

μεταιτοῦντων, μεταιτεῖτωσαν

부정사 μεταίτειν

분사 남성여성중성
μεταιτων

μεταιτουντος

μεταιτουσα

μεταιτουσης

μεταιτουν

μεταιτουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταίτουμαι

μεταίτει, μεταίτῃ

μεταίτειται

쌍수 μεταίτεισθον

μεταίτεισθον

복수 μεταιτοῦμεθα

μεταίτεισθε

μεταίτουνται

접속법단수 μεταίτωμαι

μεταίτῃ

μεταίτηται

쌍수 μεταίτησθον

μεταίτησθον

복수 μεταιτώμεθα

μεταίτησθε

μεταίτωνται

기원법단수 μεταιτοίμην

μεταίτοιο

μεταίτοιτο

쌍수 μεταίτοισθον

μεταιτοίσθην

복수 μεταιτοίμεθα

μεταίτοισθε

μεταίτοιντο

명령법단수 μεταίτου

μεταιτεῖσθω

쌍수 μεταίτεισθον

μεταιτεῖσθων

복수 μεταίτεισθε

μεταιτεῖσθων, μεταιτεῖσθωσαν

부정사 μεταίτεισθαι

분사 남성여성중성
μεταιτουμενος

μεταιτουμενου

μεταιτουμενη

μεταιτουμενης

μεταιτουμενον

μεταιτουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταιτήσω

μεταιτήσεις

μεταιτήσει

쌍수 μεταιτήσετον

μεταιτήσετον

복수 μεταιτήσομεν

μεταιτήσετε

μεταιτήσουσιν*

기원법단수 μεταιτήσοιμι

μεταιτήσοις

μεταιτήσοι

쌍수 μεταιτήσοιτον

μεταιτησοίτην

복수 μεταιτήσοιμεν

μεταιτήσοιτε

μεταιτήσοιεν

부정사 μεταιτήσειν

분사 남성여성중성
μεταιτησων

μεταιτησοντος

μεταιτησουσα

μεταιτησουσης

μεταιτησον

μεταιτησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταιτήσομαι

μεταιτήσει, μεταιτήσῃ

μεταιτήσεται

쌍수 μεταιτήσεσθον

μεταιτήσεσθον

복수 μεταιτησόμεθα

μεταιτήσεσθε

μεταιτήσονται

기원법단수 μεταιτησοίμην

μεταιτήσοιο

μεταιτήσοιτο

쌍수 μεταιτήσοισθον

μεταιτησοίσθην

복수 μεταιτησοίμεθα

μεταιτήσοισθε

μεταιτήσοιντο

부정사 μεταιτήσεσθαι

분사 남성여성중성
μεταιτησομενος

μεταιτησομενου

μεταιτησομενη

μεταιτησομενης

μεταιτησομενον

μεταιτησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to demand one's share of

  2. 애원하다

  3. 애원하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION