헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεταγιγνώσκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεταγιγνώσκω μεταγνώσομαι μετέγνων

형태분석: μετα (접두사) + γιγνώσκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 뉘우치다, 귀찮아하다, 꺼려하다
  2. 뉘우치다, 귀찮아하다, 꺼려하다, 후회하다
  1. to change one's mind, to repent
  2. to change one's mind about, to repent of, to alter or repeal
  3. to change one's mind, to change one's mind and think

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταγιγνώσκω

(나는) 뉘우친다

μεταγιγνώσκεις

(너는) 뉘우친다

μεταγιγνώσκει

(그는) 뉘우친다

쌍수 μεταγιγνώσκετον

(너희 둘은) 뉘우친다

μεταγιγνώσκετον

(그 둘은) 뉘우친다

복수 μεταγιγνώσκομεν

(우리는) 뉘우친다

μεταγιγνώσκετε

(너희는) 뉘우친다

μεταγιγνώσκουσιν*

(그들은) 뉘우친다

접속법단수 μεταγιγνώσκω

(나는) 뉘우치자

μεταγιγνώσκῃς

(너는) 뉘우치자

μεταγιγνώσκῃ

(그는) 뉘우치자

쌍수 μεταγιγνώσκητον

(너희 둘은) 뉘우치자

μεταγιγνώσκητον

(그 둘은) 뉘우치자

복수 μεταγιγνώσκωμεν

(우리는) 뉘우치자

μεταγιγνώσκητε

(너희는) 뉘우치자

μεταγιγνώσκωσιν*

(그들은) 뉘우치자

기원법단수 μεταγιγνώσκοιμι

(나는) 뉘우치기를 (바라다)

μεταγιγνώσκοις

(너는) 뉘우치기를 (바라다)

μεταγιγνώσκοι

(그는) 뉘우치기를 (바라다)

쌍수 μεταγιγνώσκοιτον

(너희 둘은) 뉘우치기를 (바라다)

μεταγιγνωσκοίτην

(그 둘은) 뉘우치기를 (바라다)

복수 μεταγιγνώσκοιμεν

(우리는) 뉘우치기를 (바라다)

μεταγιγνώσκοιτε

(너희는) 뉘우치기를 (바라다)

μεταγιγνώσκοιεν

(그들은) 뉘우치기를 (바라다)

명령법단수 μεταγίγνωσκε

(너는) 뉘우쳐라

μεταγιγνωσκέτω

(그는) 뉘우쳐라

쌍수 μεταγιγνώσκετον

(너희 둘은) 뉘우쳐라

μεταγιγνωσκέτων

(그 둘은) 뉘우쳐라

복수 μεταγιγνώσκετε

(너희는) 뉘우쳐라

μεταγιγνωσκόντων, μεταγιγνωσκέτωσαν

(그들은) 뉘우쳐라

부정사 μεταγιγνώσκειν

뉘우치는 것

분사 남성여성중성
μεταγιγνωσκων

μεταγιγνωσκοντος

μεταγιγνωσκουσα

μεταγιγνωσκουσης

μεταγιγνωσκον

μεταγιγνωσκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταγιγνώσκομαι

(나는) 뉘우쳐진다

μεταγιγνώσκει, μεταγιγνώσκῃ

(너는) 뉘우쳐진다

μεταγιγνώσκεται

(그는) 뉘우쳐진다

쌍수 μεταγιγνώσκεσθον

(너희 둘은) 뉘우쳐진다

μεταγιγνώσκεσθον

(그 둘은) 뉘우쳐진다

복수 μεταγιγνωσκόμεθα

(우리는) 뉘우쳐진다

μεταγιγνώσκεσθε

(너희는) 뉘우쳐진다

μεταγιγνώσκονται

(그들은) 뉘우쳐진다

접속법단수 μεταγιγνώσκωμαι

(나는) 뉘우쳐지자

μεταγιγνώσκῃ

(너는) 뉘우쳐지자

μεταγιγνώσκηται

(그는) 뉘우쳐지자

쌍수 μεταγιγνώσκησθον

(너희 둘은) 뉘우쳐지자

μεταγιγνώσκησθον

(그 둘은) 뉘우쳐지자

복수 μεταγιγνωσκώμεθα

(우리는) 뉘우쳐지자

μεταγιγνώσκησθε

(너희는) 뉘우쳐지자

μεταγιγνώσκωνται

(그들은) 뉘우쳐지자

기원법단수 μεταγιγνωσκοίμην

(나는) 뉘우쳐지기를 (바라다)

μεταγιγνώσκοιο

(너는) 뉘우쳐지기를 (바라다)

μεταγιγνώσκοιτο

(그는) 뉘우쳐지기를 (바라다)

쌍수 μεταγιγνώσκοισθον

(너희 둘은) 뉘우쳐지기를 (바라다)

μεταγιγνωσκοίσθην

(그 둘은) 뉘우쳐지기를 (바라다)

복수 μεταγιγνωσκοίμεθα

(우리는) 뉘우쳐지기를 (바라다)

μεταγιγνώσκοισθε

(너희는) 뉘우쳐지기를 (바라다)

μεταγιγνώσκοιντο

(그들은) 뉘우쳐지기를 (바라다)

명령법단수 μεταγιγνώσκου

(너는) 뉘우쳐져라

μεταγιγνωσκέσθω

(그는) 뉘우쳐져라

쌍수 μεταγιγνώσκεσθον

(너희 둘은) 뉘우쳐져라

μεταγιγνωσκέσθων

(그 둘은) 뉘우쳐져라

복수 μεταγιγνώσκεσθε

(너희는) 뉘우쳐져라

μεταγιγνωσκέσθων, μεταγιγνωσκέσθωσαν

(그들은) 뉘우쳐져라

부정사 μεταγιγνώσκεσθαι

뉘우쳐지는 것

분사 남성여성중성
μεταγιγνωσκομενος

μεταγιγνωσκομενου

μεταγιγνωσκομενη

μεταγιγνωσκομενης

μεταγιγνωσκομενον

μεταγιγνωσκομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταγνώσομαι

(나는) 뉘우치겠다

μεταγνώσει, μεταγνώσῃ

(너는) 뉘우치겠다

μεταγνώσεται

(그는) 뉘우치겠다

쌍수 μεταγνώσεσθον

(너희 둘은) 뉘우치겠다

μεταγνώσεσθον

(그 둘은) 뉘우치겠다

복수 μεταγνωσόμεθα

(우리는) 뉘우치겠다

μεταγνώσεσθε

(너희는) 뉘우치겠다

μεταγνώσονται

(그들은) 뉘우치겠다

기원법단수 μεταγνωσοίμην

(나는) 뉘우치겠기를 (바라다)

μεταγνώσοιο

(너는) 뉘우치겠기를 (바라다)

μεταγνώσοιτο

(그는) 뉘우치겠기를 (바라다)

쌍수 μεταγνώσοισθον

(너희 둘은) 뉘우치겠기를 (바라다)

μεταγνωσοίσθην

(그 둘은) 뉘우치겠기를 (바라다)

복수 μεταγνωσοίμεθα

(우리는) 뉘우치겠기를 (바라다)

μεταγνώσοισθε

(너희는) 뉘우치겠기를 (바라다)

μεταγνώσοιντο

(그들은) 뉘우치겠기를 (바라다)

부정사 μεταγνώσεσθαι

뉘우칠 것

분사 남성여성중성
μεταγνωσομενος

μεταγνωσομενου

μεταγνωσομενη

μεταγνωσομενης

μεταγνωσομενον

μεταγνωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεγίγνωσκον

(나는) 뉘우치고 있었다

μετεγίγνωσκες

(너는) 뉘우치고 있었다

μετεγίγνωσκεν*

(그는) 뉘우치고 있었다

쌍수 μετεγιγνώσκετον

(너희 둘은) 뉘우치고 있었다

μετεγιγνωσκέτην

(그 둘은) 뉘우치고 있었다

복수 μετεγιγνώσκομεν

(우리는) 뉘우치고 있었다

μετεγιγνώσκετε

(너희는) 뉘우치고 있었다

μετεγίγνωσκον

(그들은) 뉘우치고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεγιγνωσκόμην

(나는) 뉘우쳐지고 있었다

μετεγιγνώσκου

(너는) 뉘우쳐지고 있었다

μετεγιγνώσκετο

(그는) 뉘우쳐지고 있었다

쌍수 μετεγιγνώσκεσθον

(너희 둘은) 뉘우쳐지고 있었다

μετεγιγνωσκέσθην

(그 둘은) 뉘우쳐지고 있었다

복수 μετεγιγνωσκόμεθα

(우리는) 뉘우쳐지고 있었다

μετεγιγνώσκεσθε

(너희는) 뉘우쳐지고 있었다

μετεγιγνώσκοντο

(그들은) 뉘우쳐지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετέγνων

(나는) 뉘우쳤다

μετέγνως

(너는) 뉘우쳤다

μετέγνω

(그는) 뉘우쳤다

쌍수 μετέγνωτον

(너희 둘은) 뉘우쳤다

μετεγνώτην

(그 둘은) 뉘우쳤다

복수 μετέγνωμεν

(우리는) 뉘우쳤다

μετέγνωτε

(너희는) 뉘우쳤다

μετέγνωσαν

(그들은) 뉘우쳤다

접속법단수 μεταγνῶ

(나는) 뉘우쳤자

μεταγνῷς

(너는) 뉘우쳤자

μεταγνῷ

(그는) 뉘우쳤자

쌍수 μεταγνῶτον

(너희 둘은) 뉘우쳤자

μεταγνῶτον

(그 둘은) 뉘우쳤자

복수 μεταγνῶμεν

(우리는) 뉘우쳤자

μεταγνῶτε

(너희는) 뉘우쳤자

μεταγνῶσιν*

(그들은) 뉘우쳤자

기원법단수 μεταγνοίην

(나는) 뉘우쳤기를 (바라다)

μεταγνοίης

(너는) 뉘우쳤기를 (바라다)

μεταγνοίη

(그는) 뉘우쳤기를 (바라다)

쌍수 μεταγνοίητον

(너희 둘은) 뉘우쳤기를 (바라다)

μεταγνοιήτην

(그 둘은) 뉘우쳤기를 (바라다)

복수 μεταγνοίημεν

(우리는) 뉘우쳤기를 (바라다)

μεταγνοίητε

(너희는) 뉘우쳤기를 (바라다)

μεταγνοίησαν

(그들은) 뉘우쳤기를 (바라다)

명령법단수 μεταγνώς

(너는) 뉘우쳤어라

μεταγνώτω

(그는) 뉘우쳤어라

쌍수 μεταγνώτον

(너희 둘은) 뉘우쳤어라

μεταγνώτων

(그 둘은) 뉘우쳤어라

복수 μεταγνώτε

(너희는) 뉘우쳤어라

μεταγνώντων

(그들은) 뉘우쳤어라

부정사 μεταγνώναι

뉘우쳤는 것

분사 남성여성중성
μεταγνους

μεταγνοντος

μεταγνουσα

μεταγνουσης

μεταγνον

μεταγνοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεγνόμην

(나는) 뉘우쳐졌다

μετεγνοῦ

(너는) 뉘우쳐졌다

μετέγνοτο

(그는) 뉘우쳐졌다

쌍수 μετέγνοσθον

(너희 둘은) 뉘우쳐졌다

μετεγνόσθην

(그 둘은) 뉘우쳐졌다

복수 μετεγνόμεθα

(우리는) 뉘우쳐졌다

μετέγνοσθε

(너희는) 뉘우쳐졌다

μετέγνοντο

(그들은) 뉘우쳐졌다

접속법단수 μεταγνῶμαι

(나는) 뉘우쳐졌자

μεταγνῷ

(너는) 뉘우쳐졌자

μεταγνῶται

(그는) 뉘우쳐졌자

쌍수 μεταγνῶσθον

(너희 둘은) 뉘우쳐졌자

μεταγνῶσθον

(그 둘은) 뉘우쳐졌자

복수 μεταγνώμεθα

(우리는) 뉘우쳐졌자

μεταγνῶσθε

(너희는) 뉘우쳐졌자

μεταγνῶνται

(그들은) 뉘우쳐졌자

기원법단수 μεταγνοίμην

(나는) 뉘우쳐졌기를 (바라다)

μεταγνοῖο

(너는) 뉘우쳐졌기를 (바라다)

μεταγνοῖτο

(그는) 뉘우쳐졌기를 (바라다)

쌍수 μεταγνοῖσθον

(너희 둘은) 뉘우쳐졌기를 (바라다)

μεταγνοίσθην

(그 둘은) 뉘우쳐졌기를 (바라다)

복수 μεταγνοίμεθα

(우리는) 뉘우쳐졌기를 (바라다)

μεταγνοῖσθε

(너희는) 뉘우쳐졌기를 (바라다)

μεταγνοῖντο

(그들은) 뉘우쳐졌기를 (바라다)

명령법단수 μεταγνοῦ

(너는) 뉘우쳐졌어라

μεταγνόσθω

(그는) 뉘우쳐졌어라

쌍수 μεταγνόσθον

(너희 둘은) 뉘우쳐졌어라

μεταγνόσθων

(그 둘은) 뉘우쳐졌어라

복수 μεταγνόσθε

(너희는) 뉘우쳐졌어라

μεταγνόσθων

(그들은) 뉘우쳐졌어라

부정사 μεταγνοῦσθαι

뉘우쳐졌는 것

분사 남성여성중성
μεταγνομενος

μεταγνομενου

μεταγνομενη

μεταγνομενης

μεταγνομενον

μεταγνομενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐνθαῦτα λέγεται ὑπὸ Λυδῶν Κροῖσον μαθόντα τὴν Κύρου μετάγνωσιν, ὡσ ὡρ́α πάντα μὲν ἄνδρα σβεννύντα τὸ πῦρ, δυναμένουσ δὲ οὐκέτι καταλαβεῖν, ἐπιβώσασθαι τὸν Ἀπόλλωνα ἐπικαλεόμενον, εἴ τί οἱ κεχαρισμένον ἐξ αὐτοῦ ἐδωρήθη, παραστῆναι καὶ ῥύσασθαι αὐτὸν ἐκ τοῦ παρεόντοσ κακοῦ. (Herodotus, The Histories, book 1, chapter 87 2:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 1, chapter 87 2:1)

유의어

  1. 뉘우치다

  2. 뉘우치다

  3. to change one's mind

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION