헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεθορμίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεθορμίζω μεθορμιῶ

형태분석: μετ (접두사) + ὁρμίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to remove from one anchorage to another, will unmoor, will remove, to seek a refuge, to sail from one place to another, put out from

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεθορμίζω

μεθορμίζεις

μεθορμίζει

쌍수 μεθορμίζετον

μεθορμίζετον

복수 μεθορμίζομεν

μεθορμίζετε

μεθορμίζουσιν*

접속법단수 μεθορμίζω

μεθορμίζῃς

μεθορμίζῃ

쌍수 μεθορμίζητον

μεθορμίζητον

복수 μεθορμίζωμεν

μεθορμίζητε

μεθορμίζωσιν*

기원법단수 μεθορμίζοιμι

μεθορμίζοις

μεθορμίζοι

쌍수 μεθορμίζοιτον

μεθορμιζοίτην

복수 μεθορμίζοιμεν

μεθορμίζοιτε

μεθορμίζοιεν

명령법단수 μεθόρμιζε

μεθορμιζέτω

쌍수 μεθορμίζετον

μεθορμιζέτων

복수 μεθορμίζετε

μεθορμιζόντων, μεθορμιζέτωσαν

부정사 μεθορμίζειν

분사 남성여성중성
μεθορμιζων

μεθορμιζοντος

μεθορμιζουσα

μεθορμιζουσης

μεθορμιζον

μεθορμιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεθορμίζομαι

μεθορμίζει, μεθορμίζῃ

μεθορμίζεται

쌍수 μεθορμίζεσθον

μεθορμίζεσθον

복수 μεθορμιζόμεθα

μεθορμίζεσθε

μεθορμίζονται

접속법단수 μεθορμίζωμαι

μεθορμίζῃ

μεθορμίζηται

쌍수 μεθορμίζησθον

μεθορμίζησθον

복수 μεθορμιζώμεθα

μεθορμίζησθε

μεθορμίζωνται

기원법단수 μεθορμιζοίμην

μεθορμίζοιο

μεθορμίζοιτο

쌍수 μεθορμίζοισθον

μεθορμιζοίσθην

복수 μεθορμιζοίμεθα

μεθορμίζοισθε

μεθορμίζοιντο

명령법단수 μεθορμίζου

μεθορμιζέσθω

쌍수 μεθορμίζεσθον

μεθορμιζέσθων

복수 μεθορμίζεσθε

μεθορμιζέσθων, μεθορμιζέσθωσαν

부정사 μεθορμίζεσθαι

분사 남성여성중성
μεθορμιζομενος

μεθορμιζομενου

μεθορμιζομενη

μεθορμιζομενης

μεθορμιζομενον

μεθορμιζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION