- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεθήκω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: methēkō 고전 발음: [메테:꼬:] 신약 발음: [매테꼬]

기본형: μεθήκω

형태분석: μετ (접두사) + ἥκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be come in quest of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεθήκω

μεθήκεις

μεθήκει

쌍수 μεθήκετον

μεθήκετον

복수 μεθήκομεν

μεθήκετε

μεθήκουσι(ν)

접속법단수 μεθήκω

μεθήκῃς

μεθήκῃ

쌍수 μεθήκητον

μεθήκητον

복수 μεθήκωμεν

μεθήκητε

μεθήκωσι(ν)

기원법단수 μεθήκοιμι

μεθήκοις

μεθήκοι

쌍수 μεθήκοιτον

μεθηκοίτην

복수 μεθήκοιμεν

μεθήκοιτε

μεθήκοιεν

명령법단수 μεθήκε

μεθηκέτω

쌍수 μεθήκετον

μεθηκέτων

복수 μεθήκετε

μεθηκόντων, μεθηκέτωσαν

부정사 μεθήκειν

분사 남성여성중성
μεθηκων

μεθηκοντος

μεθηκουσα

μεθηκουσης

μεθηκον

μεθηκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεθήκομαι

μεθήκει, μεθήκῃ

μεθήκεται

쌍수 μεθήκεσθον

μεθήκεσθον

복수 μεθηκόμεθα

μεθήκεσθε

μεθήκονται

접속법단수 μεθήκωμαι

μεθήκῃ

μεθήκηται

쌍수 μεθήκησθον

μεθήκησθον

복수 μεθηκώμεθα

μεθήκησθε

μεθήκωνται

기원법단수 μεθηκοίμην

μεθήκοιο

μεθήκοιτο

쌍수 μεθήκοισθον

μεθηκοίσθην

복수 μεθηκοίμεθα

μεθήκοισθε

μεθήκοιντο

명령법단수 μεθήκου

μεθηκέσθω

쌍수 μεθήκεσθον

μεθηκέσθων

복수 μεθήκεσθε

μεθηκέσθων, μεθηκέσθωσαν

부정사 μεθήκεσθαι

분사 남성여성중성
μεθηκομενος

μεθηκομενου

μεθηκομενη

μεθηκομενης

μεθηκομενον

μεθηκομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὦ κλεινὸν οἴκοις Ἀντιγόνη θάλος πατρί, ἐπεί σε μήτηρ παρθενῶνας ἐκλιπεῖν μεθῆκε μελάθρων ἐς διῆρες ἔσχατον στράτευμ ἰδεῖν Ἀργεῖον ἱκεσίαισι σαῖς, ἐπίσχες, ὡς ἂν προυξερευνήσω στίβον, μή τις πολιτῶν ἐν τρίβῳ φαντάζεται, κἀμοὶ μὲν ἔλθῃ φαῦλος ὡς δούλῳ ψόγος, σοὶ δ ὡς ἀνάσσῃ: (Euripides, Phoenissae, episode 6:9)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode 6:9)

  • Πάριος γὰρ ὢν τὸ γένος, ἐν Βυζαντίῳ δελφίνων βόλον, ἐνσχεθέντων σαγήνῃ καὶ κινδυνευόντων κατακοπῆναι, πριάμενος μεθῆκε πάντας: (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 36 18:1)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 36 18:1)

  • Πάριος γὰρ ὢν τὸ γένος ἐν Βυζαντίῳ δελφίνων βόλον, ἐνσχεθέντων σαγήνῃ καὶ κινδυνευόντων κατακοπῆναι, πριάμενος μεθῆκε πάντας. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , 510)

    (작자 미상, 비가, , 510)

  • καὶ τὰς μὲν συνοχηδὸν ἀνέκδρομος ὤχμασε θώμιγξ, τὸν δὲ μόνον πλεκτῶν αὖθι μεθῆκε λίνων. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 3432)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 3432)

  • τρὶς μέν μιν πελέμιξεν ἐρύσσεσθαι μενεαίνων, τρὶς δὲ μεθῆκε βίης, ἐπιελπόμενος τό γε θυμῷ, νευρὴν ἐντανύειν διοϊστεύσειν τε σιδήρου. (Homer, Odyssey, Book 21 11:6)

    (호메로스, 오디세이아, Book 21 11:6)

  • ἐδεῖτο δὲ ἥπερ μεθῆκέ μ ἐξιέναι πάσῃ τέχνῃ. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Choral, iambics20)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Choral, iambics20)

유의어

  1. to be come in quest of

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION