- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μαλακός?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: malakos 고전 발음: [말라꼬] 신약 발음: [말라꼬]

기본형: μαλακός μαλακοῦ

형태분석: μαλακ (어간) + ος (어미)

  1. 남색자, 항문성교자
  2. 남창, 남자 매춘가
  1. the passive partner in a male homosexual act, catamite
  2. male prostitute (whose customers are also male)

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μαλακός

남색자가

μαλακώ

남색자들이

μαλακοί

남색자들이

속격 μαλακοῦ

남색자의

μαλακοῖν

남색자들의

μαλακῶν

남색자들의

여격 μαλακῷ

남색자에게

μαλακοῖν

남색자들에게

μαλακοῖς

남색자들에게

대격 μαλακόν

남색자를

μαλακώ

남색자들을

μαλακούς

남색자들을

호격 μαλακέ

남색자야

μαλακώ

남색자들아

μαλακοί

남색자들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅστις δὲ ἀγαθὸς τοξότης καὶ τούτῳ ὅμοιος, πρῶτον μὲν ἀκριβῶς ὄψεται τὸν σκοπόν, εἰ μὴ σφόδρα μαλακός, εἰ μὴ στερρότερος τοῦ βέλους. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 37:1)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 37:1)

  • "ὁ δὲ καρπὸς ἐρυθρός, ὅμοιος διοσπύρῳ τὸ σχῆμα, τὸ δὲ μέγεθος ἡλίκον κύαμος, πλὴν τοῦ διοσπύρου μὲν ὁ πυρὴν σκληρός, τοῦ δὲ κεράσου μαλακός. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 345)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 345)

  • "Μάλακος δ ἐν τοῖς Σιφνίων ὡρ´οις ἱστορεῖ ὡς τὴν Ἔφεσον δοῦλοι τῶν Σαμίων ᾤκισαν χίλιοι τὸν ἀριθμὸν ὄντες, οἳ καὶ τὸ πρῶτον ἀποστάντες εἰς τὸ ἐν τῇ νήσῳ ὄρος κακὰ πολλὰ ἐποίουν τοὺς Σαμίους: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 81 1:91)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 81 1:91)

  • αὐτός τε δόξειν ἄνανδρος καὶ μαλακός, οὐδ ἄλλως δοκῶν εὐτολμότατος εἶναι τοῖς πολλοῖς. (Plutarch, Cicero, chapter 19 5:2)

    (플루타르코스, Cicero, chapter 19 5:2)

  • καὶ προῆλθεν ὁ Δημοσθένης ἔχων λαμπρὸν ἱμάτιον ἐστεφανωμένος, ἑβδόμην ἡμέραν τῆς θυγατρὸς αὐτοῦ τεθνηκυίας, ὡς ὁ Αἰσχίνης φησί λοιδορῶν ἐπὶ τούτῳ καὶ κατηγορῶν αὐτοῦ μισοτεκνίαν, αὐτὸς ὢν ἀγεννὴς καὶ μαλακός, εἰ τὰ πένθη καὶ τοὺς ὀδυρμοὺς ἡμέρου καὶ φιλοστόργου ψυχῆς ἐποιεῖτο σημεῖα, τὸ δὲ ἀλύπως φέρειν ταῦτα καὶ πρᾴως ἀπεδοκίμαζεν. (Plutarch, Demosthenes, chapter 22 2:1)

    (플루타르코스, Demosthenes, chapter 22 2:1)

유의어

  1. 남색자

  2. 남창

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION