- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λιθουργός?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: lithourgos 고전 발음: [리투:] 신약 발음: [리투]

기본형: λιθουργός λιθουργοῦ

형태분석: λιθουργ (어간) + ος (어미)

어원: Ἔργω

  1. 석공
  1. a worker in stone, stone-mason
  2. stonemason's

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λιθουργός

석공이

λιθουργώ

석공들이

λιθουργοί

석공들이

속격 λιθουργοῦ

석공의

λιθουργοῖν

석공들의

λιθουργῶν

석공들의

여격 λιθουργῷ

석공에게

λιθουργοῖν

석공들에게

λιθουργοῖς

석공들에게

대격 λιθουργόν

석공을

λιθουργώ

석공들을

λιθουργούς

석공들을

호격 λιθουργέ

석공아

λιθουργώ

석공들아

λιθουργοί

석공들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • λίθοις πολυτελέσι γλύμματος σφραγῖδος, ἐν δέσει χρυσίου, ἔργῳ λιθουργοῦ, εἰς μνημόσυνον ἐν γραφῇ κεκολαμμένῃ κατ᾿ ἀριθμὸν φυλῶν Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Sirach 45:11)

    (70인역 성경, Liber Sirach 45:11)

  • ὄρνιθες, οὐδεὶς ἄλλος, οὐκ Αἰγύπτιος πλινθοφόρος, οὐ λιθουργός, οὐ τέκτων παρῆν, ἀλλ αὐτόχειρες, ὥστε θαυμάζειν ἐμέ. (Aristophanes, Birds, Lyric-Scene14)

    (아리스토파네스, Birds, Lyric-Scene14)

  • καὶ τέκτονας καὶ λιθουργοὺς ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ἐκόμισε καὶ πᾶσαν ἐνεδείκνυτο προθυμίαν, οὐχ ἧττον ἑαυτῷ κτώμενος ἢ τῇ πόλει χάριν καὶ ἰσχύν. (Plutarch, , chapter 15 3:1)

    (플루타르코스, , chapter 15 3:1)

  • τὴν δὲ σοφίαν ἔν τε ταῖς τέχναις τοῖς ἀκριβεστάτοις τὰς τέχνας ἀποδίδομεν, οἱο῀ν Φειδίαν λιθουργὸν σοφὸν καὶ Πολύκλειτον ἀνδριαντοποιόν, ἐνταῦθα μὲν οὖν οὐθὲν ἄλλο σημαίνοντες τὴν σοφίαν ἢ ὅτι ἀρετὴ τέχνης ἐστίν: (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 6 45:2)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 6 45:2)

  • μεταλλεύοντές τε τὰς ὑπονόμους σήραγγας ἕτεροι καὶ πλάττοντες τὰς ἐν αὐταῖς καμάρας καὶ τὰς παστάδας ἐγείροντες, καὶ τοῖς ταῦτα πράττουσι χειροτέχναις ὑπηρετοῦντες χαλκοτύποι τε καὶ τέκτονες καὶ λιθουργοὶ τῶν ἰδιωτικῶν ἔργων ἀφεστῶτες ἐπὶ ταῖς δημοσίαις κατείχοντο χρείαις. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 44 3:3)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 44 3:3)

유의어

  1. 석공

관련어

명사

형용사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION