- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κωμῳδοποιός?

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: kōmōidopoios 고전 발음: [꼬:모:도뽀] 신약 발음: [꼬모도쀠오]

기본형: κωμῳδοποιός κωμῳδοποιοῦ

형태분석: κωμῳδοποι (어간) + ος (어미)

  1. a maker of comedies, comic poet

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "οὕτω γὰρ Ἐπίκουρός τε χείρων Γοργίου φανεῖται τοῦ σοφιστοῦ καὶ Μητρόδωρος Ἀλέξιδος τοῦ κωμῳδοποιοῦ. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 20 1:4)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 20 1:4)

  • περὶ δὲ τοῦτον τὸν χρόνον Ἀσπασία δίκην ἔφευγεν ἀσεβείας, Ἑρμίππου τοῦ κωμῳδοποιοῦ διώκοντος καὶ προσκατηγοροῦντος ὡς Περικλεῖ γυναῖκας ἐλευθέρας εἰς τὸ αὐτὸ φοιτώσας ὑποδέχοιτο. (Plutarch, , chapter 32 1:1)

    (플루타르코스, , chapter 32 1:1)

  • "καὶ ἄλλοι δὲ κωμῳδοποιοὶ ἔδειξαν τὴν ἀτοπίαν τῶν μετὰ ταῦτα τὴν μουσικὴν κατακεκερματικότων. (Pseudo-Plutarch, De musica, section 3030)

    (위 플루타르코스, De musica, section 3030)

  • καὶ οἷς ἡ διατριβὴ ἐπὶ ταῖς τῶν πέλας ἁμαρτίαις, οἱο῀ν χλευασταῖς καὶ κωμῳδοποιοῖς: (Aristotle, Rhetoric, Book 2, chapter 6 20:5)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 2, chapter 6 20:5)

  • εἰσὶν γὰρ καὶ μεταφοραὶ ἀπρεπεῖς, αἱ μὲν διὰ τὸ γελοῖον χρῶνται γὰρ καὶ οἱ κωμῳδοποιοὶ μεταφοραῖς, αἱ δὲ διὰ τὸ σεμνὸν ἄγαν καὶ τραγικόν: (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 3 4:2)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 3, chapter 3 4:2)

  • ἐνίκα δὲ καὶ Μένανδρος ὁ κωμῳδοποιὸς Ἀθήνησιν τότε πρῶτον. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , section5)

    (작자 미상, 비가, , section5)

  • ὃ δὲ πάντων ἀλογώτατον, ὅτι οὐδὲ τὰ ὀνόματα οἱό῀ν τε αὐτῶν εἰδέναι καὶ εἰπεῖν, πλὴν εἴ τις κωμῳδοποιὸς τυγχάνει ὤν. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 12:3)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 12:3)

  • οὔκουν γ ἂν οἶμαι, ἦ δ ὃς ὁ Σωκράτης, εἰπεῖν τινα νῦν ἀκούσαντα, οὐδ εἰ κωμῳδοποιὸς εἰή, ὡς ἀδολεσχῶ καὶ οὐ περὶ προσηκόντων τοὺς λόγους ποιοῦμαι. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 182:1)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 182:1)

  • ὃ γὰρ τῷ λόγῳ αὖ κατεῖχες ἐν σαυτῷ βουλόμενον γελωτοποιεῖν, φοβούμενος δόξαν βωμολοχίας, τότ αὖ ἀνιεῖς, καὶ ἐκεῖ νεανικὸν ποιήσας ἔλαθες πολλάκις ἐν τοῖς οἰκείοις ἐξενεχθεὶς ὥστε κωμῳδοποιὸς γενέσθαι. (Plato, Republic, book 10 281:3)

    (플라톤, Republic, book 10 281:3)

유의어

  1. a maker of comedies

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION