Ancient Greek-English Dictionary Language

κυλινδέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: κυλινδέω κυλινδήσω

Structure: κυλινδέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: = kuli/ndw, Plat., Xen.

Sense

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κυλινδῶ κυλινδεῖς κυλινδεῖ
Dual κυλινδεῖτον κυλινδεῖτον
Plural κυλινδοῦμεν κυλινδεῖτε κυλινδοῦσιν*
SubjunctiveSingular κυλινδῶ κυλινδῇς κυλινδῇ
Dual κυλινδῆτον κυλινδῆτον
Plural κυλινδῶμεν κυλινδῆτε κυλινδῶσιν*
OptativeSingular κυλινδοῖμι κυλινδοῖς κυλινδοῖ
Dual κυλινδοῖτον κυλινδοίτην
Plural κυλινδοῖμεν κυλινδοῖτε κυλινδοῖεν
ImperativeSingular κυλίνδει κυλινδείτω
Dual κυλινδεῖτον κυλινδείτων
Plural κυλινδεῖτε κυλινδούντων, κυλινδείτωσαν
Infinitive κυλινδεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
κυλινδων κυλινδουντος κυλινδουσα κυλινδουσης κυλινδουν κυλινδουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κυλινδοῦμαι κυλινδεῖ, κυλινδῇ κυλινδεῖται
Dual κυλινδεῖσθον κυλινδεῖσθον
Plural κυλινδούμεθα κυλινδεῖσθε κυλινδοῦνται
SubjunctiveSingular κυλινδῶμαι κυλινδῇ κυλινδῆται
Dual κυλινδῆσθον κυλινδῆσθον
Plural κυλινδώμεθα κυλινδῆσθε κυλινδῶνται
OptativeSingular κυλινδοίμην κυλινδοῖο κυλινδοῖτο
Dual κυλινδοῖσθον κυλινδοίσθην
Plural κυλινδοίμεθα κυλινδοῖσθε κυλινδοῖντο
ImperativeSingular κυλινδοῦ κυλινδείσθω
Dual κυλινδεῖσθον κυλινδείσθων
Plural κυλινδεῖσθε κυλινδείσθων, κυλινδείσθωσαν
Infinitive κυλινδεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κυλινδουμενος κυλινδουμενου κυλινδουμενη κυλινδουμενης κυλινδουμενον κυλινδουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κυλινδήσω κυλινδήσεις κυλινδήσει
Dual κυλινδήσετον κυλινδήσετον
Plural κυλινδήσομεν κυλινδήσετε κυλινδήσουσιν*
OptativeSingular κυλινδήσοιμι κυλινδήσοις κυλινδήσοι
Dual κυλινδήσοιτον κυλινδησοίτην
Plural κυλινδήσοιμεν κυλινδήσοιτε κυλινδήσοιεν
Infinitive κυλινδήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κυλινδησων κυλινδησοντος κυλινδησουσα κυλινδησουσης κυλινδησον κυλινδησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κυλινδήσομαι κυλινδήσει, κυλινδήσῃ κυλινδήσεται
Dual κυλινδήσεσθον κυλινδήσεσθον
Plural κυλινδησόμεθα κυλινδήσεσθε κυλινδήσονται
OptativeSingular κυλινδησοίμην κυλινδήσοιο κυλινδήσοιτο
Dual κυλινδήσοισθον κυλινδησοίσθην
Plural κυλινδησοίμεθα κυλινδήσοισθε κυλινδήσοιντο
Infinitive κυλινδήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κυλινδησομενος κυλινδησομενου κυλινδησομενη κυλινδησομενης κυλινδησομενον κυλινδησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • "ψακαζέτω δ’ ἄρτοισιν, ὑέτω δ’ ἔτνει, ζωμὸσ διὰ τῶν ὁδῶν κυλινδείτω κρέα, πλακοῦσ ἑαυτὸν ἐσθίειν κελευέτω. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 81 1:164)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION