Ancient Greek-English Dictionary Language

μετακυλινδέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μετακυλινδέω

Structure: μετα (Prefix) + κυλινδέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to roll to another place, to roll over

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετακυλινδῶ μετακυλινδεῖς μετακυλινδεῖ
Dual μετακυλινδεῖτον μετακυλινδεῖτον
Plural μετακυλινδοῦμεν μετακυλινδεῖτε μετακυλινδοῦσιν*
SubjunctiveSingular μετακυλινδῶ μετακυλινδῇς μετακυλινδῇ
Dual μετακυλινδῆτον μετακυλινδῆτον
Plural μετακυλινδῶμεν μετακυλινδῆτε μετακυλινδῶσιν*
OptativeSingular μετακυλινδοῖμι μετακυλινδοῖς μετακυλινδοῖ
Dual μετακυλινδοῖτον μετακυλινδοίτην
Plural μετακυλινδοῖμεν μετακυλινδοῖτε μετακυλινδοῖεν
ImperativeSingular μετακυλίνδει μετακυλινδείτω
Dual μετακυλινδεῖτον μετακυλινδείτων
Plural μετακυλινδεῖτε μετακυλινδούντων, μετακυλινδείτωσαν
Infinitive μετακυλινδεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
μετακυλινδων μετακυλινδουντος μετακυλινδουσα μετακυλινδουσης μετακυλινδουν μετακυλινδουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετακυλινδοῦμαι μετακυλινδεῖ, μετακυλινδῇ μετακυλινδεῖται
Dual μετακυλινδεῖσθον μετακυλινδεῖσθον
Plural μετακυλινδούμεθα μετακυλινδεῖσθε μετακυλινδοῦνται
SubjunctiveSingular μετακυλινδῶμαι μετακυλινδῇ μετακυλινδῆται
Dual μετακυλινδῆσθον μετακυλινδῆσθον
Plural μετακυλινδώμεθα μετακυλινδῆσθε μετακυλινδῶνται
OptativeSingular μετακυλινδοίμην μετακυλινδοῖο μετακυλινδοῖτο
Dual μετακυλινδοῖσθον μετακυλινδοίσθην
Plural μετακυλινδοίμεθα μετακυλινδοῖσθε μετακυλινδοῖντο
ImperativeSingular μετακυλινδοῦ μετακυλινδείσθω
Dual μετακυλινδεῖσθον μετακυλινδείσθων
Plural μετακυλινδεῖσθε μετακυλινδείσθων, μετακυλινδείσθωσαν
Infinitive μετακυλινδεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μετακυλινδουμενος μετακυλινδουμενου μετακυλινδουμενη μετακυλινδουμενης μετακυλινδουμενον μετακυλινδουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION