Ancient Greek-English Dictionary Language

κόκκινος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κόκκινος κόκκινη κόκκινον

Structure: κοκκιν (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. scarlet

Examples

  • ἀλλ’ ὁ Τερέντιοσ ἐμβαλὼν αὑτὸν εἰσ τὸ παρ’ ἡμέραν ἄρχειν, καὶ τῷ Ἀννίβᾳ, παραστρατοπεδεύσασ περὶ τὸν Αὐφίδιον ποταμὸν καὶ τὰσ λεγομένασ Κάννασ, ἅμ’ ἡμέρᾳ τὸ τῆσ μάχησ σημεῖον ἐξέθηκεν ἔστι δὲ χιτὼν κόκκινοσ ὑπὲρ τῆσ στρατηγικῆσ σκηνῆσ διατεινόμενοσ, ὥστε καὶ τοὺσ Καρχηδονίουσ ἐξ ἀρχῆσ διαταραχθῆναι, τήν τε τόλμαν τοῦ στρατηγοῦ καὶ τὸ τοῦ στρατοπέδου πλῆθοσ ὁρῶντασ, αὐτοὺσ οὐδ’ ἥμισυ μέροσ ὄντασ. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 15 1:1)

Synonyms

  1. scarlet

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION