- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κειμήλιον?

2군 변화 명사; 중성 자동번역 기독교 로마알파벳 전사: keimēlion 고전 발음: [멜:리온] 신약 발음: [끼멜리온]

기본형: κειμήλιον

형태분석: κειμηλι (어간) + ον (어미)

어원: κεῖμαι

  1. 보물, 재산, 재물
  1. Something stored or saved up, particularly:, An heirloom, a family's property
  2. Something precious, a treasure
  3. (Christianity) A holy relic, a sacred relic

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὥστε κἀγὼ νῦν δέδια ὑπὲρ ἐμαυτοῦ μὴ ὑμεῖς ἄρτι ἀφιγμένοι, καὶ τοῦτο πρῶτον ἀκροασόμενοι ἡμῶν, ἢλεκτρά τινα καὶ κύκνους ἐλπίσαντες εὑρήσειν παρ ἡμῖν, ἔπειτα μετ ὀλίγον ἀπέλθητε καταγελῶντες τῶν ὑποσχομένων ὑμῖν τοιαῦτα πολλὰ κειμήλια ἐνεῖναι τοῖς λόγοις. (Lucian, Electrum, (no name) 6:2)

    (루키아노스, Electrum, (no name) 6:2)

  • ἵππους δ ἐξελάσασθαι ὑφ ἁρ´ματι, καὶ περὶ νύσσαν ἀσφαλέως κάμπτοντα τροχῷ σύριγγα φυλάξαι, Ἀμφιτρύων ὃν παῖδα φίλα φρονέων ἐδίδαξεν αὐτός, ἐπεὶ μάλα πολλὰ θοῶν ἐξήρατ ἀγώνων Ἄργει ἐν ἱπποβότῳ κειμήλια, καί οἱ ἀαγεῖς δίφροι, ἐφ ὧν ἐπέβαινε, χρόνῳ διέλυσαν ἱμάντας. (Theocritus, Idylls, 64)

    (테오크리토스, Idylls, 64)

  • ^ καλὰ τὰ παρθενίης κειμήλια: (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 443 1:3)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 443 1:3)

  • δώρων δ ὅσς ἐν ἐμῷ οἴκῳ κειμήλια κεῖται, δώσω ὃ κάλλιστον καὶ τιμηέστατόν ἐστιν: (Homer, Odyssey, Book 4 66:4)

    (호메로스, 오디세이아, Book 4 66:4)

  • πολλὰ μὲν ἐκ Τροίης ἄγεται κειμήλια καλὰ ληίδος, ἡμεῖς δ αὖτε ὁμὴν ὁδὸν ἐκτελέσαντες οἴκαδε νισσόμεθα κενεὰς σὺν χεῖρας ἔχοντες: (Homer, Odyssey, Book 10 3:2)

    (호메로스, 오디세이아, Book 10 3:2)

  • ἐμοὶ δέ κε κέρδιον εἰή ὑμέας ἐσθέμεναι κειμήλιά τε πρόβασίν τε. (Homer, Odyssey, Book 2 5:18)

    (호메로스, 오디세이아, Book 2 5:18)

유의어

  1. 보물

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION