헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταστέλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταστέλλω καταστελῶ

형태분석: κατα (접두사) + στέλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 하다, 마련하다, 정리하다
  2. 억제하다, 제한하다, 확인하다, 제지하다
  1. to put in order, arrange
  2. to keep down, repress, check

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστέλλω

(나는) 한다

καταστέλλεις

(너는) 한다

καταστέλλει

(그는) 한다

쌍수 καταστέλλετον

(너희 둘은) 한다

καταστέλλετον

(그 둘은) 한다

복수 καταστέλλομεν

(우리는) 한다

καταστέλλετε

(너희는) 한다

καταστέλλουσιν*

(그들은) 한다

접속법단수 καταστέλλω

(나는) 하자

καταστέλλῃς

(너는) 하자

καταστέλλῃ

(그는) 하자

쌍수 καταστέλλητον

(너희 둘은) 하자

καταστέλλητον

(그 둘은) 하자

복수 καταστέλλωμεν

(우리는) 하자

καταστέλλητε

(너희는) 하자

καταστέλλωσιν*

(그들은) 하자

기원법단수 καταστέλλοιμι

(나는) 하기를 (바라다)

καταστέλλοις

(너는) 하기를 (바라다)

καταστέλλοι

(그는) 하기를 (바라다)

쌍수 καταστέλλοιτον

(너희 둘은) 하기를 (바라다)

καταστελλοίτην

(그 둘은) 하기를 (바라다)

복수 καταστέλλοιμεν

(우리는) 하기를 (바라다)

καταστέλλοιτε

(너희는) 하기를 (바라다)

καταστέλλοιεν

(그들은) 하기를 (바라다)

명령법단수 καταστέλλε

(너는) 해라

καταστελλέτω

(그는) 해라

쌍수 καταστέλλετον

(너희 둘은) 해라

καταστελλέτων

(그 둘은) 해라

복수 καταστέλλετε

(너희는) 해라

καταστελλόντων, καταστελλέτωσαν

(그들은) 해라

부정사 καταστέλλειν

하는 것

분사 남성여성중성
καταστελλων

καταστελλοντος

καταστελλουσα

καταστελλουσης

καταστελλον

καταστελλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστέλλομαι

(나는) 된다

καταστέλλει, καταστέλλῃ

(너는) 된다

καταστέλλεται

(그는) 된다

쌍수 καταστέλλεσθον

(너희 둘은) 된다

καταστέλλεσθον

(그 둘은) 된다

복수 καταστελλόμεθα

(우리는) 된다

καταστέλλεσθε

(너희는) 된다

καταστέλλονται

(그들은) 된다

접속법단수 καταστέλλωμαι

(나는) 되자

καταστέλλῃ

(너는) 되자

καταστέλληται

(그는) 되자

쌍수 καταστέλλησθον

(너희 둘은) 되자

καταστέλλησθον

(그 둘은) 되자

복수 καταστελλώμεθα

(우리는) 되자

καταστέλλησθε

(너희는) 되자

καταστέλλωνται

(그들은) 되자

기원법단수 καταστελλοίμην

(나는) 되기를 (바라다)

καταστέλλοιο

(너는) 되기를 (바라다)

καταστέλλοιτο

(그는) 되기를 (바라다)

쌍수 καταστέλλοισθον

(너희 둘은) 되기를 (바라다)

καταστελλοίσθην

(그 둘은) 되기를 (바라다)

복수 καταστελλοίμεθα

(우리는) 되기를 (바라다)

καταστέλλοισθε

(너희는) 되기를 (바라다)

καταστέλλοιντο

(그들은) 되기를 (바라다)

명령법단수 καταστέλλου

(너는) 되어라

καταστελλέσθω

(그는) 되어라

쌍수 καταστέλλεσθον

(너희 둘은) 되어라

καταστελλέσθων

(그 둘은) 되어라

복수 καταστέλλεσθε

(너희는) 되어라

καταστελλέσθων, καταστελλέσθωσαν

(그들은) 되어라

부정사 καταστέλλεσθαι

되는 것

분사 남성여성중성
καταστελλομενος

καταστελλομενου

καταστελλομενη

καταστελλομενης

καταστελλομενον

καταστελλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστελῶ

(나는) 하겠다

καταστελεῖς

(너는) 하겠다

καταστελεῖ

(그는) 하겠다

쌍수 καταστελεῖτον

(너희 둘은) 하겠다

καταστελεῖτον

(그 둘은) 하겠다

복수 καταστελοῦμεν

(우리는) 하겠다

καταστελεῖτε

(너희는) 하겠다

καταστελοῦσιν*

(그들은) 하겠다

기원법단수 καταστελοῖμι

(나는) 하겠기를 (바라다)

καταστελοῖς

(너는) 하겠기를 (바라다)

καταστελοῖ

(그는) 하겠기를 (바라다)

쌍수 καταστελοῖτον

(너희 둘은) 하겠기를 (바라다)

καταστελοίτην

(그 둘은) 하겠기를 (바라다)

복수 καταστελοῖμεν

(우리는) 하겠기를 (바라다)

καταστελοῖτε

(너희는) 하겠기를 (바라다)

καταστελοῖεν

(그들은) 하겠기를 (바라다)

부정사 καταστελεῖν

할 것

분사 남성여성중성
καταστελων

καταστελουντος

καταστελουσα

καταστελουσης

καταστελουν

καταστελουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστελοῦμαι

(나는) 되겠다

καταστελεῖ, καταστελῇ

(너는) 되겠다

καταστελεῖται

(그는) 되겠다

쌍수 καταστελεῖσθον

(너희 둘은) 되겠다

καταστελεῖσθον

(그 둘은) 되겠다

복수 καταστελούμεθα

(우리는) 되겠다

καταστελεῖσθε

(너희는) 되겠다

καταστελοῦνται

(그들은) 되겠다

기원법단수 καταστελοίμην

(나는) 되겠기를 (바라다)

καταστελοῖο

(너는) 되겠기를 (바라다)

καταστελοῖτο

(그는) 되겠기를 (바라다)

쌍수 καταστελοῖσθον

(너희 둘은) 되겠기를 (바라다)

καταστελοίσθην

(그 둘은) 되겠기를 (바라다)

복수 καταστελοίμεθα

(우리는) 되겠기를 (바라다)

καταστελοῖσθε

(너희는) 되겠기를 (바라다)

καταστελοῖντο

(그들은) 되겠기를 (바라다)

부정사 καταστελεῖσθαι

될 것

분사 남성여성중성
καταστελουμενος

καταστελουμενου

καταστελουμενη

καταστελουμενης

καταστελουμενον

καταστελουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέστελλον

(나는) 하고 있었다

κατέστελλες

(너는) 하고 있었다

κατέστελλεν*

(그는) 하고 있었다

쌍수 κατεστέλλετον

(너희 둘은) 하고 있었다

κατεστελλέτην

(그 둘은) 하고 있었다

복수 κατεστέλλομεν

(우리는) 하고 있었다

κατεστέλλετε

(너희는) 하고 있었다

κατέστελλον

(그들은) 하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεστελλόμην

(나는) 되고 있었다

κατεστέλλου

(너는) 되고 있었다

κατεστέλλετο

(그는) 되고 있었다

쌍수 κατεστέλλεσθον

(너희 둘은) 되고 있었다

κατεστελλέσθην

(그 둘은) 되고 있었다

복수 κατεστελλόμεθα

(우리는) 되고 있었다

κατεστέλλεσθε

(너희는) 되고 있었다

κατεστέλλοντο

(그들은) 되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέστειλα

(나는) 했다

κατέστειλας

(너는) 했다

κατέστειλεν*

(그는) 했다

쌍수 κατεστείλατον

(너희 둘은) 했다

κατεστειλάτην

(그 둘은) 했다

복수 κατεστείλαμεν

(우리는) 했다

κατεστείλατε

(너희는) 했다

κατέστειλαν

(그들은) 했다

접속법단수 καταστείλω

(나는) 했자

καταστείλῃς

(너는) 했자

καταστείλῃ

(그는) 했자

쌍수 καταστείλητον

(너희 둘은) 했자

καταστείλητον

(그 둘은) 했자

복수 καταστείλωμεν

(우리는) 했자

καταστείλητε

(너희는) 했자

καταστείλωσιν*

(그들은) 했자

기원법단수 καταστείλαιμι

(나는) 했기를 (바라다)

καταστείλαις

(너는) 했기를 (바라다)

καταστείλαι

(그는) 했기를 (바라다)

쌍수 καταστείλαιτον

(너희 둘은) 했기를 (바라다)

καταστειλαίτην

(그 둘은) 했기를 (바라다)

복수 καταστείλαιμεν

(우리는) 했기를 (바라다)

καταστείλαιτε

(너희는) 했기를 (바라다)

καταστείλαιεν

(그들은) 했기를 (바라다)

명령법단수 καταστείλον

(너는) 했어라

καταστειλάτω

(그는) 했어라

쌍수 καταστείλατον

(너희 둘은) 했어라

καταστειλάτων

(그 둘은) 했어라

복수 καταστείλατε

(너희는) 했어라

καταστειλάντων

(그들은) 했어라

부정사 καταστείλαι

했는 것

분사 남성여성중성
καταστειλᾱς

καταστειλαντος

καταστειλᾱσα

καταστειλᾱσης

καταστειλαν

καταστειλαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεστειλάμην

(나는) 되었다

κατεστείλω

(너는) 되었다

κατεστείλατο

(그는) 되었다

쌍수 κατεστείλασθον

(너희 둘은) 되었다

κατεστειλάσθην

(그 둘은) 되었다

복수 κατεστειλάμεθα

(우리는) 되었다

κατεστείλασθε

(너희는) 되었다

κατεστείλαντο

(그들은) 되었다

접속법단수 καταστείλωμαι

(나는) 되었자

καταστείλῃ

(너는) 되었자

καταστείληται

(그는) 되었자

쌍수 καταστείλησθον

(너희 둘은) 되었자

καταστείλησθον

(그 둘은) 되었자

복수 καταστειλώμεθα

(우리는) 되었자

καταστείλησθε

(너희는) 되었자

καταστείλωνται

(그들은) 되었자

기원법단수 καταστειλαίμην

(나는) 되었기를 (바라다)

καταστείλαιο

(너는) 되었기를 (바라다)

καταστείλαιτο

(그는) 되었기를 (바라다)

쌍수 καταστείλαισθον

(너희 둘은) 되었기를 (바라다)

καταστειλαίσθην

(그 둘은) 되었기를 (바라다)

복수 καταστειλαίμεθα

(우리는) 되었기를 (바라다)

καταστείλαισθε

(너희는) 되었기를 (바라다)

καταστείλαιντο

(그들은) 되었기를 (바라다)

명령법단수 καταστείλαι

(너는) 되었어라

καταστειλάσθω

(그는) 되었어라

쌍수 καταστείλασθον

(너희 둘은) 되었어라

καταστειλάσθων

(그 둘은) 되었어라

복수 καταστείλασθε

(너희는) 되었어라

καταστειλάσθων

(그들은) 되었어라

부정사 καταστείλεσθαι

되었는 것

분사 남성여성중성
καταστειλαμενος

καταστειλαμενου

καταστειλαμενη

καταστειλαμενης

καταστειλαμενον

καταστειλαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION