헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταστάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταστάζω καταστάξω

형태분석: κατα (접두사) + στάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 가지다, 먹다, 소유하다, 쥐다, 함께하다
  2. 축축하게 하다, 젖다, 적시다
  1. to let fall in drops upon, pour upon, shed over
  2. to run down with, to have, running, to run down with
  3. to drop down, drip or trickle down
  4. to drop down over, wet

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστάζω

καταστάζεις

καταστάζει

쌍수 καταστάζετον

καταστάζετον

복수 καταστάζομεν

καταστάζετε

καταστάζουσιν*

접속법단수 καταστάζω

καταστάζῃς

καταστάζῃ

쌍수 καταστάζητον

καταστάζητον

복수 καταστάζωμεν

καταστάζητε

καταστάζωσιν*

기원법단수 καταστάζοιμι

καταστάζοις

καταστάζοι

쌍수 καταστάζοιτον

κατασταζοίτην

복수 καταστάζοιμεν

καταστάζοιτε

καταστάζοιεν

명령법단수 καταστάζε

κατασταζέτω

쌍수 καταστάζετον

κατασταζέτων

복수 καταστάζετε

κατασταζόντων, κατασταζέτωσαν

부정사 καταστάζειν

분사 남성여성중성
κατασταζων

κατασταζοντος

κατασταζουσα

κατασταζουσης

κατασταζον

κατασταζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστάζομαι

καταστάζει, καταστάζῃ

καταστάζεται

쌍수 καταστάζεσθον

καταστάζεσθον

복수 κατασταζόμεθα

καταστάζεσθε

καταστάζονται

접속법단수 καταστάζωμαι

καταστάζῃ

καταστάζηται

쌍수 καταστάζησθον

καταστάζησθον

복수 κατασταζώμεθα

καταστάζησθε

καταστάζωνται

기원법단수 κατασταζοίμην

καταστάζοιο

καταστάζοιτο

쌍수 καταστάζοισθον

κατασταζοίσθην

복수 κατασταζοίμεθα

καταστάζοισθε

καταστάζοιντο

명령법단수 καταστάζου

κατασταζέσθω

쌍수 καταστάζεσθον

κατασταζέσθων

복수 καταστάζεσθε

κατασταζέσθων, κατασταζέσθωσαν

부정사 καταστάζεσθαι

분사 남성여성중성
κατασταζομενος

κατασταζομενου

κατασταζομενη

κατασταζομενης

κατασταζομενον

κατασταζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστάξω

καταστάξεις

καταστάξει

쌍수 καταστάξετον

καταστάξετον

복수 καταστάξομεν

καταστάξετε

καταστάξουσιν*

기원법단수 καταστάξοιμι

καταστάξοις

καταστάξοι

쌍수 καταστάξοιτον

κατασταξοίτην

복수 καταστάξοιμεν

καταστάξοιτε

καταστάξοιεν

부정사 καταστάξειν

분사 남성여성중성
κατασταξων

κατασταξοντος

κατασταξουσα

κατασταξουσης

κατασταξον

κατασταξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστάξομαι

καταστάξει, καταστάξῃ

καταστάξεται

쌍수 καταστάξεσθον

καταστάξεσθον

복수 κατασταξόμεθα

καταστάξεσθε

καταστάξονται

기원법단수 κατασταξοίμην

καταστάξοιο

καταστάξοιτο

쌍수 καταστάξοισθον

κατασταξοίσθην

복수 κατασταξοίμεθα

καταστάξοισθε

καταστάξοιντο

부정사 καταστάξεσθαι

분사 남성여성중성
κατασταξομενος

κατασταξομενου

κατασταξομενη

κατασταξομενης

κατασταξομενον

κατασταξομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to let fall in drops upon

  2. 가지다

  3. to drop down

    • στάζω (떨어뜨리다, 뚝뚝 떨어뜨리다, 조금씩 흐르다)
    • σταλάσσω (떨어뜨리다, 뚝뚝 떨어뜨리다, 조금씩 흐르다)
    • εἴβω (떨어뜨리다, 조금씩 흐르다, 뚝뚝 떨어뜨리다)
  4. 축축하게 하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION