헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατασπείρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατασπείρω κατασπερῶ

형태분석: κατα (접두사) + σπείρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 갈다
  2. 낳다, 맺다
  3. 이르다, 흩뿌리다
  1. to sow thickly, to sow a crop
  2. to beget
  3. to scatter over
  4. to besprinkle

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασπείρω

(나는) 간다

κατασπείρεις

(너는) 간다

κατασπείρει

(그는) 간다

쌍수 κατασπείρετον

(너희 둘은) 간다

κατασπείρετον

(그 둘은) 간다

복수 κατασπείρομεν

(우리는) 간다

κατασπείρετε

(너희는) 간다

κατασπείρουσιν*

(그들은) 간다

접속법단수 κατασπείρω

(나는) 갈자

κατασπείρῃς

(너는) 갈자

κατασπείρῃ

(그는) 갈자

쌍수 κατασπείρητον

(너희 둘은) 갈자

κατασπείρητον

(그 둘은) 갈자

복수 κατασπείρωμεν

(우리는) 갈자

κατασπείρητε

(너희는) 갈자

κατασπείρωσιν*

(그들은) 갈자

기원법단수 κατασπείροιμι

(나는) 갈기를 (바라다)

κατασπείροις

(너는) 갈기를 (바라다)

κατασπείροι

(그는) 갈기를 (바라다)

쌍수 κατασπείροιτον

(너희 둘은) 갈기를 (바라다)

κατασπειροίτην

(그 둘은) 갈기를 (바라다)

복수 κατασπείροιμεν

(우리는) 갈기를 (바라다)

κατασπείροιτε

(너희는) 갈기를 (바라다)

κατασπείροιεν

(그들은) 갈기를 (바라다)

명령법단수 κατασπείρε

(너는) 갈아라

κατασπειρέτω

(그는) 갈아라

쌍수 κατασπείρετον

(너희 둘은) 갈아라

κατασπειρέτων

(그 둘은) 갈아라

복수 κατασπείρετε

(너희는) 갈아라

κατασπειρόντων, κατασπειρέτωσαν

(그들은) 갈아라

부정사 κατασπείρειν

가는 것

분사 남성여성중성
κατασπειρων

κατασπειροντος

κατασπειρουσα

κατασπειρουσης

κατασπειρον

κατασπειροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασπείρομαι

(나는) 갈린다

κατασπείρει, κατασπείρῃ

(너는) 갈린다

κατασπείρεται

(그는) 갈린다

쌍수 κατασπείρεσθον

(너희 둘은) 갈린다

κατασπείρεσθον

(그 둘은) 갈린다

복수 κατασπειρόμεθα

(우리는) 갈린다

κατασπείρεσθε

(너희는) 갈린다

κατασπείρονται

(그들은) 갈린다

접속법단수 κατασπείρωμαι

(나는) 갈리자

κατασπείρῃ

(너는) 갈리자

κατασπείρηται

(그는) 갈리자

쌍수 κατασπείρησθον

(너희 둘은) 갈리자

κατασπείρησθον

(그 둘은) 갈리자

복수 κατασπειρώμεθα

(우리는) 갈리자

κατασπείρησθε

(너희는) 갈리자

κατασπείρωνται

(그들은) 갈리자

기원법단수 κατασπειροίμην

(나는) 갈리기를 (바라다)

κατασπείροιο

(너는) 갈리기를 (바라다)

κατασπείροιτο

(그는) 갈리기를 (바라다)

쌍수 κατασπείροισθον

(너희 둘은) 갈리기를 (바라다)

κατασπειροίσθην

(그 둘은) 갈리기를 (바라다)

복수 κατασπειροίμεθα

(우리는) 갈리기를 (바라다)

κατασπείροισθε

(너희는) 갈리기를 (바라다)

κατασπείροιντο

(그들은) 갈리기를 (바라다)

명령법단수 κατασπείρου

(너는) 갈려라

κατασπειρέσθω

(그는) 갈려라

쌍수 κατασπείρεσθον

(너희 둘은) 갈려라

κατασπειρέσθων

(그 둘은) 갈려라

복수 κατασπείρεσθε

(너희는) 갈려라

κατασπειρέσθων, κατασπειρέσθωσαν

(그들은) 갈려라

부정사 κατασπείρεσθαι

갈리는 것

분사 남성여성중성
κατασπειρομενος

κατασπειρομενου

κατασπειρομενη

κατασπειρομενης

κατασπειρομενον

κατασπειρομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέσπειρον

(나는) 갈고 있었다

κατέσπειρες

(너는) 갈고 있었다

κατέσπειρεν*

(그는) 갈고 있었다

쌍수 κατεσπείρετον

(너희 둘은) 갈고 있었다

κατεσπειρέτην

(그 둘은) 갈고 있었다

복수 κατεσπείρομεν

(우리는) 갈고 있었다

κατεσπείρετε

(너희는) 갈고 있었다

κατέσπειρον

(그들은) 갈고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεσπειρόμην

(나는) 갈리고 있었다

κατεσπείρου

(너는) 갈리고 있었다

κατεσπείρετο

(그는) 갈리고 있었다

쌍수 κατεσπείρεσθον

(너희 둘은) 갈리고 있었다

κατεσπειρέσθην

(그 둘은) 갈리고 있었다

복수 κατεσπειρόμεθα

(우리는) 갈리고 있었다

κατεσπείρεσθε

(너희는) 갈리고 있었다

κατεσπείροντο

(그들은) 갈리고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀθυμοῦσι δ’ αὐτοῖσ πρὸσ τὴν γαλήνην καὶ διαφερομένοισ αὔραν τινὰ κατέσπειρεν ἡ χώρα νότιον, οὐ πάνυ προσδεχομένοισ νότον οὐδὲ πιστεύουσι τῇ μεταβολῇ. (Plutarch, Dion, chapter 25 4:1)

    (플루타르코스, Dion, chapter 25 4:1)

  • βουλευομένου δὲ αὐτοῦ καὶ διαμέλλοντοσ, ἀπὸ τοῦ πλησίον πεδίου λειμῶνα ἔχοντοσ αὔρα φέρουσα μαλακὴ πολλὰ τῶν ἀνθέων ἐπέβαλε τῇ στρατιᾷ καὶ κατέσπειρεν, αὐτομάτωσ ἐπιμένοντα καὶ περιπίπτοντα τοῖσ θυρεοῖσ καὶ τοῖσ κράνεσιν αὑτῶν, ὥστε φαίνεσθαι τοῖσ πολεμίοισ ἐστεφανωμένουσ, γενόμενοι δὲ ὑπὸ τούτου προθυμότεροι συνέβαλον καὶ νικήσαντεσ ὀκτακισχιλίουσ ἐπὶ μυρίοισ ἀπέκτειναν καὶ τὸ στρατόπεδον εἷλον. (Plutarch, Sulla, chapter 27 7:2)

    (플루타르코스, Sulla, chapter 27 7:2)

유의어

  1. 낳다

  2. to scatter over

  3. 이르다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION