헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατασκεδάννυμι

-νυμι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατασκεδάννυμι κατασκεδάσω

형태분석: κατα (접두사) + σκεδάννυ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 뿌리다, 흩어지다, 퍼뜨리다
  2. 벌리다, 펴다, 바르다
  1. to scatter, pour upon or over
  2. to spread, against
  3. to pour or sprinkle about

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασκεδάννυμι

(나는) 뿌린다

κατασκέδαννυς

(너는) 뿌린다

κατασκεδάννυσιν*

(그는) 뿌린다

쌍수 κατασκεδάννυτον

(너희 둘은) 뿌린다

κατασκεδάννυτον

(그 둘은) 뿌린다

복수 κατασκεδάννυμεν

(우리는) 뿌린다

κατασκεδάννυτε

(너희는) 뿌린다

κατασκεδαννύᾱσιν*

(그들은) 뿌린다

접속법단수 κατασκεδαννύω

(나는) 뿌리자

κατασκεδαννύῃς

(너는) 뿌리자

κατασκεδαννύῃ

(그는) 뿌리자

쌍수 κατασκεδαννύητον

(너희 둘은) 뿌리자

κατασκεδαννύητον

(그 둘은) 뿌리자

복수 κατασκεδαννύωμεν

(우리는) 뿌리자

κατασκεδαννύητε

(너희는) 뿌리자

κατασκεδαννύωσιν*

(그들은) 뿌리자

기원법단수 κατασκεδαννύοιμι

(나는) 뿌리기를 (바라다)

κατασκεδαννύοις

(너는) 뿌리기를 (바라다)

κατασκεδαννύοι

(그는) 뿌리기를 (바라다)

쌍수 κατασκεδαννύοιτον

(너희 둘은) 뿌리기를 (바라다)

κατασκεδαννυοίτην

(그 둘은) 뿌리기를 (바라다)

복수 κατασκεδαννύοιμεν

(우리는) 뿌리기를 (바라다)

κατασκεδαννύοιτε

(너희는) 뿌리기를 (바라다)

κατασκεδαννύοιεν

(그들은) 뿌리기를 (바라다)

명령법단수 κατασκέδαννυ

(너는) 뿌려라

κατασκεδαννύτω

(그는) 뿌려라

쌍수 κατασκεδάννυτον

(너희 둘은) 뿌려라

κατασκεδαννύτων

(그 둘은) 뿌려라

복수 κατασκεδάννυτε

(너희는) 뿌려라

κατασκεδαννύντων

(그들은) 뿌려라

부정사 κατασκεδαννύναι

뿌리는 것

분사 남성여성중성
κατασκεδαννῡς

κατασκεδαννυντος

κατασκεδαννῡσα

κατασκεδαννῡσης

κατασκεδαννυν

κατασκεδαννυντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασκεδάννυμαι

(나는) 뿌려진다

κατασκεδάννυσαι

(너는) 뿌려진다

κατασκεδάννυται

(그는) 뿌려진다

쌍수 κατασκεδάννυσθον

(너희 둘은) 뿌려진다

κατασκεδάννυσθον

(그 둘은) 뿌려진다

복수 κατασκεδαννύμεθα

(우리는) 뿌려진다

κατασκεδάννυσθε

(너희는) 뿌려진다

κατασκεδάννυνται

(그들은) 뿌려진다

접속법단수 κατασκεδαννύωμαι

(나는) 뿌려지자

κατασκεδαννύῃ

(너는) 뿌려지자

κατασκεδαννύηται

(그는) 뿌려지자

쌍수 κατασκεδαννύησθον

(너희 둘은) 뿌려지자

κατασκεδαννύησθον

(그 둘은) 뿌려지자

복수 κατασκεδαννυώμεθα

(우리는) 뿌려지자

κατασκεδαννύησθε

(너희는) 뿌려지자

κατασκεδαννύωνται

(그들은) 뿌려지자

기원법단수 κατασκεδαννυοίμην

(나는) 뿌려지기를 (바라다)

κατασκεδαννύοιο

(너는) 뿌려지기를 (바라다)

κατασκεδαννύοιτο

(그는) 뿌려지기를 (바라다)

쌍수 κατασκεδαννύοισθον

(너희 둘은) 뿌려지기를 (바라다)

κατασκεδαννυοίσθην

(그 둘은) 뿌려지기를 (바라다)

복수 κατασκεδαννυοίμεθα

(우리는) 뿌려지기를 (바라다)

κατασκεδαννύοισθε

(너희는) 뿌려지기를 (바라다)

κατασκεδαννύοιντο

(그들은) 뿌려지기를 (바라다)

명령법단수 κατασκεδάννυσο

(너는) 뿌려져라

κατασκεδαννύσθω

(그는) 뿌려져라

쌍수 κατασκεδάννυσθον

(너희 둘은) 뿌려져라

κατασκεδαννύσθων

(그 둘은) 뿌려져라

복수 κατασκεδάννυσθε

(너희는) 뿌려져라

κατασκεδαννύσθων

(그들은) 뿌려져라

부정사 κατασκεδάννυσθαι

뿌려지는 것

분사 남성여성중성
κατασκεδαννυμενος

κατασκεδαννυμενου

κατασκεδαννυμενη

κατασκεδαννυμενης

κατασκεδαννυμενον

κατασκεδαννυμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασκεδάσω

(나는) 뿌리겠다

κατασκεδάσεις

(너는) 뿌리겠다

κατασκεδάσει

(그는) 뿌리겠다

쌍수 κατασκεδάσετον

(너희 둘은) 뿌리겠다

κατασκεδάσετον

(그 둘은) 뿌리겠다

복수 κατασκεδάσομεν

(우리는) 뿌리겠다

κατασκεδάσετε

(너희는) 뿌리겠다

κατασκεδάσουσιν*

(그들은) 뿌리겠다

기원법단수 κατασκεδάσοιμι

(나는) 뿌리겠기를 (바라다)

κατασκεδάσοις

(너는) 뿌리겠기를 (바라다)

κατασκεδάσοι

(그는) 뿌리겠기를 (바라다)

쌍수 κατασκεδάσοιτον

(너희 둘은) 뿌리겠기를 (바라다)

κατασκεδασοίτην

(그 둘은) 뿌리겠기를 (바라다)

복수 κατασκεδάσοιμεν

(우리는) 뿌리겠기를 (바라다)

κατασκεδάσοιτε

(너희는) 뿌리겠기를 (바라다)

κατασκεδάσοιεν

(그들은) 뿌리겠기를 (바라다)

부정사 κατασκεδάσειν

뿌릴 것

분사 남성여성중성
κατασκεδασων

κατασκεδασοντος

κατασκεδασουσα

κατασκεδασουσης

κατασκεδασον

κατασκεδασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασκεδάσομαι

(나는) 뿌려지겠다

κατασκεδάσει, κατασκεδάσῃ

(너는) 뿌려지겠다

κατασκεδάσεται

(그는) 뿌려지겠다

쌍수 κατασκεδάσεσθον

(너희 둘은) 뿌려지겠다

κατασκεδάσεσθον

(그 둘은) 뿌려지겠다

복수 κατασκεδασόμεθα

(우리는) 뿌려지겠다

κατασκεδάσεσθε

(너희는) 뿌려지겠다

κατασκεδάσονται

(그들은) 뿌려지겠다

기원법단수 κατασκεδασοίμην

(나는) 뿌려지겠기를 (바라다)

κατασκεδάσοιο

(너는) 뿌려지겠기를 (바라다)

κατασκεδάσοιτο

(그는) 뿌려지겠기를 (바라다)

쌍수 κατασκεδάσοισθον

(너희 둘은) 뿌려지겠기를 (바라다)

κατασκεδασοίσθην

(그 둘은) 뿌려지겠기를 (바라다)

복수 κατασκεδασοίμεθα

(우리는) 뿌려지겠기를 (바라다)

κατασκεδάσοισθε

(너희는) 뿌려지겠기를 (바라다)

κατασκεδάσοιντο

(그들은) 뿌려지겠기를 (바라다)

부정사 κατασκεδάσεσθαι

뿌려질 것

분사 남성여성중성
κατασκεδασομενος

κατασκεδασομενου

κατασκεδασομενη

κατασκεδασομενης

κατασκεδασομενον

κατασκεδασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεσκέδαννυν

(나는) 뿌리고 있었다

κατεσκέδαννυς

(너는) 뿌리고 있었다

κατεσκέδαννυν*

(그는) 뿌리고 있었다

쌍수 κατεσκεδάννυτον

(너희 둘은) 뿌리고 있었다

κατεσκεδαννύτην

(그 둘은) 뿌리고 있었다

복수 κατεσκεδάννυμεν

(우리는) 뿌리고 있었다

κατεσκεδάννυτε

(너희는) 뿌리고 있었다

κατεσκεδάννυσαν

(그들은) 뿌리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεσκεδαννύμην

(나는) 뿌려지고 있었다

κατεσκεδαννύου, κατεσκεδάννυσο

(너는) 뿌려지고 있었다

κατεσκεδάννυτο

(그는) 뿌려지고 있었다

쌍수 κατεσκεδάννυσθον

(너희 둘은) 뿌려지고 있었다

κατεσκεδαννύσθην

(그 둘은) 뿌려지고 있었다

복수 κατεσκεδαννύμεθα

(우리는) 뿌려지고 있었다

κατεσκεδάννυσθε

(너희는) 뿌려지고 있었다

κατεσκεδάννυντο

(그들은) 뿌려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 뿌리다

  2. 벌리다

  3. to pour or sprinkle about

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION