Ancient Greek-English Dictionary Language

κατασημαίνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κατασημαίνω κατασημανῶ

Structure: κατα (Prefix) + σημαίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to seal up, to have, sealed up

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατασημαίνω κατασημαίνεις κατασημαίνει
Dual κατασημαίνετον κατασημαίνετον
Plural κατασημαίνομεν κατασημαίνετε κατασημαίνουσιν*
SubjunctiveSingular κατασημαίνω κατασημαίνῃς κατασημαίνῃ
Dual κατασημαίνητον κατασημαίνητον
Plural κατασημαίνωμεν κατασημαίνητε κατασημαίνωσιν*
OptativeSingular κατασημαίνοιμι κατασημαίνοις κατασημαίνοι
Dual κατασημαίνοιτον κατασημαινοίτην
Plural κατασημαίνοιμεν κατασημαίνοιτε κατασημαίνοιεν
ImperativeSingular κατασήμαινε κατασημαινέτω
Dual κατασημαίνετον κατασημαινέτων
Plural κατασημαίνετε κατασημαινόντων, κατασημαινέτωσαν
Infinitive κατασημαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κατασημαινων κατασημαινοντος κατασημαινουσα κατασημαινουσης κατασημαινον κατασημαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατασημαίνομαι κατασημαίνει, κατασημαίνῃ κατασημαίνεται
Dual κατασημαίνεσθον κατασημαίνεσθον
Plural κατασημαινόμεθα κατασημαίνεσθε κατασημαίνονται
SubjunctiveSingular κατασημαίνωμαι κατασημαίνῃ κατασημαίνηται
Dual κατασημαίνησθον κατασημαίνησθον
Plural κατασημαινώμεθα κατασημαίνησθε κατασημαίνωνται
OptativeSingular κατασημαινοίμην κατασημαίνοιο κατασημαίνοιτο
Dual κατασημαίνοισθον κατασημαινοίσθην
Plural κατασημαινοίμεθα κατασημαίνοισθε κατασημαίνοιντο
ImperativeSingular κατασημαίνου κατασημαινέσθω
Dual κατασημαίνεσθον κατασημαινέσθων
Plural κατασημαίνεσθε κατασημαινέσθων, κατασημαινέσθωσαν
Infinitive κατασημαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατασημαινομενος κατασημαινομενου κατασημαινομενη κατασημαινομενης κατασημαινομενον κατασημαινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • κατεσημαίνοντο, τῆσ σφραγῖδοσ, ὡσ ἱστορεῖ Κάστωρ, γλυφὴν μὲν ἐχούσησ; (Plutarch, De Iside et Osiride, section 31 3:1)

Synonyms

  1. to seal up

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION