헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατασφάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατασφάζω κατασφάξω

형태분석: κατα (접두사) + σφάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 자르다, 도살하다, 죽이다
  1. to slaughter, murder

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασφάζω

(나는) 자른다

κατασφάζεις

(너는) 자른다

κατασφάζει

(그는) 자른다

쌍수 κατασφάζετον

(너희 둘은) 자른다

κατασφάζετον

(그 둘은) 자른다

복수 κατασφάζομεν

(우리는) 자른다

κατασφάζετε

(너희는) 자른다

κατασφάζουσιν*

(그들은) 자른다

접속법단수 κατασφάζω

(나는) 자르자

κατασφάζῃς

(너는) 자르자

κατασφάζῃ

(그는) 자르자

쌍수 κατασφάζητον

(너희 둘은) 자르자

κατασφάζητον

(그 둘은) 자르자

복수 κατασφάζωμεν

(우리는) 자르자

κατασφάζητε

(너희는) 자르자

κατασφάζωσιν*

(그들은) 자르자

기원법단수 κατασφάζοιμι

(나는) 자르기를 (바라다)

κατασφάζοις

(너는) 자르기를 (바라다)

κατασφάζοι

(그는) 자르기를 (바라다)

쌍수 κατασφάζοιτον

(너희 둘은) 자르기를 (바라다)

κατασφαζοίτην

(그 둘은) 자르기를 (바라다)

복수 κατασφάζοιμεν

(우리는) 자르기를 (바라다)

κατασφάζοιτε

(너희는) 자르기를 (바라다)

κατασφάζοιεν

(그들은) 자르기를 (바라다)

명령법단수 κατασφάζε

(너는) 잘라라

κατασφαζέτω

(그는) 잘라라

쌍수 κατασφάζετον

(너희 둘은) 잘라라

κατασφαζέτων

(그 둘은) 잘라라

복수 κατασφάζετε

(너희는) 잘라라

κατασφαζόντων, κατασφαζέτωσαν

(그들은) 잘라라

부정사 κατασφάζειν

자르는 것

분사 남성여성중성
κατασφαζων

κατασφαζοντος

κατασφαζουσα

κατασφαζουσης

κατασφαζον

κατασφαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασφάζομαι

(나는) 잘린다

κατασφάζει, κατασφάζῃ

(너는) 잘린다

κατασφάζεται

(그는) 잘린다

쌍수 κατασφάζεσθον

(너희 둘은) 잘린다

κατασφάζεσθον

(그 둘은) 잘린다

복수 κατασφαζόμεθα

(우리는) 잘린다

κατασφάζεσθε

(너희는) 잘린다

κατασφάζονται

(그들은) 잘린다

접속법단수 κατασφάζωμαι

(나는) 잘리자

κατασφάζῃ

(너는) 잘리자

κατασφάζηται

(그는) 잘리자

쌍수 κατασφάζησθον

(너희 둘은) 잘리자

κατασφάζησθον

(그 둘은) 잘리자

복수 κατασφαζώμεθα

(우리는) 잘리자

κατασφάζησθε

(너희는) 잘리자

κατασφάζωνται

(그들은) 잘리자

기원법단수 κατασφαζοίμην

(나는) 잘리기를 (바라다)

κατασφάζοιο

(너는) 잘리기를 (바라다)

κατασφάζοιτο

(그는) 잘리기를 (바라다)

쌍수 κατασφάζοισθον

(너희 둘은) 잘리기를 (바라다)

κατασφαζοίσθην

(그 둘은) 잘리기를 (바라다)

복수 κατασφαζοίμεθα

(우리는) 잘리기를 (바라다)

κατασφάζοισθε

(너희는) 잘리기를 (바라다)

κατασφάζοιντο

(그들은) 잘리기를 (바라다)

명령법단수 κατασφάζου

(너는) 잘려라

κατασφαζέσθω

(그는) 잘려라

쌍수 κατασφάζεσθον

(너희 둘은) 잘려라

κατασφαζέσθων

(그 둘은) 잘려라

복수 κατασφάζεσθε

(너희는) 잘려라

κατασφαζέσθων, κατασφαζέσθωσαν

(그들은) 잘려라

부정사 κατασφάζεσθαι

잘리는 것

분사 남성여성중성
κατασφαζομενος

κατασφαζομενου

κατασφαζομενη

κατασφαζομενης

κατασφαζομενον

κατασφαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασφάξω

(나는) 자르겠다

κατασφάξεις

(너는) 자르겠다

κατασφάξει

(그는) 자르겠다

쌍수 κατασφάξετον

(너희 둘은) 자르겠다

κατασφάξετον

(그 둘은) 자르겠다

복수 κατασφάξομεν

(우리는) 자르겠다

κατασφάξετε

(너희는) 자르겠다

κατασφάξουσιν*

(그들은) 자르겠다

기원법단수 κατασφάξοιμι

(나는) 자르겠기를 (바라다)

κατασφάξοις

(너는) 자르겠기를 (바라다)

κατασφάξοι

(그는) 자르겠기를 (바라다)

쌍수 κατασφάξοιτον

(너희 둘은) 자르겠기를 (바라다)

κατασφαξοίτην

(그 둘은) 자르겠기를 (바라다)

복수 κατασφάξοιμεν

(우리는) 자르겠기를 (바라다)

κατασφάξοιτε

(너희는) 자르겠기를 (바라다)

κατασφάξοιεν

(그들은) 자르겠기를 (바라다)

부정사 κατασφάξειν

자를 것

분사 남성여성중성
κατασφαξων

κατασφαξοντος

κατασφαξουσα

κατασφαξουσης

κατασφαξον

κατασφαξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασφάξομαι

(나는) 잘리겠다

κατασφάξει, κατασφάξῃ

(너는) 잘리겠다

κατασφάξεται

(그는) 잘리겠다

쌍수 κατασφάξεσθον

(너희 둘은) 잘리겠다

κατασφάξεσθον

(그 둘은) 잘리겠다

복수 κατασφαξόμεθα

(우리는) 잘리겠다

κατασφάξεσθε

(너희는) 잘리겠다

κατασφάξονται

(그들은) 잘리겠다

기원법단수 κατασφαξοίμην

(나는) 잘리겠기를 (바라다)

κατασφάξοιο

(너는) 잘리겠기를 (바라다)

κατασφάξοιτο

(그는) 잘리겠기를 (바라다)

쌍수 κατασφάξοισθον

(너희 둘은) 잘리겠기를 (바라다)

κατασφαξοίσθην

(그 둘은) 잘리겠기를 (바라다)

복수 κατασφαξοίμεθα

(우리는) 잘리겠기를 (바라다)

κατασφάξοισθε

(너희는) 잘리겠기를 (바라다)

κατασφάξοιντο

(그들은) 잘리겠기를 (바라다)

부정사 κατασφάξεσθαι

잘릴 것

분사 남성여성중성
κατασφαξομενος

κατασφαξομενου

κατασφαξομενη

κατασφαξομενης

κατασφαξομενον

κατασφαξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέσφαζον

(나는) 자르고 있었다

κατέσφαζες

(너는) 자르고 있었다

κατέσφαζεν*

(그는) 자르고 있었다

쌍수 κατεσφάζετον

(너희 둘은) 자르고 있었다

κατεσφαζέτην

(그 둘은) 자르고 있었다

복수 κατεσφάζομεν

(우리는) 자르고 있었다

κατεσφάζετε

(너희는) 자르고 있었다

κατέσφαζον

(그들은) 자르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεσφαζόμην

(나는) 잘리고 있었다

κατεσφάζου

(너는) 잘리고 있었다

κατεσφάζετο

(그는) 잘리고 있었다

쌍수 κατεσφάζεσθον

(너희 둘은) 잘리고 있었다

κατεσφαζέσθην

(그 둘은) 잘리고 있었다

복수 κατεσφαζόμεθα

(우리는) 잘리고 있었다

κατεσφάζεσθε

(너희는) 잘리고 있었다

κατεσφάζοντο

(그들은) 잘리고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐκέλευσε τοῖσ στρατιώταισ κόπτειν ἀφειδῶσ τοὺσ ἐμπίπτοντασ καὶ τοὺσ εἰσ τὰσ οἰκίασ ἀναβαίνοντασ κατασφάζειν. (Septuagint, Liber Maccabees II 5:12)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 5:12)

  • τοὺσ δὲ μὴ προαιρουμένουσ μεταβαίνειν ἐπὶ τὰ Ἑλληνικὰ κατασφάζειν. παρῆν οὖν ὁρᾶν τὴν ἐνεστῶσαν ταλαιπωρίαν. (Septuagint, Liber Maccabees II 6:9)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 6:9)

  • ἃ οἱ κτησάμενοι κατέσφαζον καὶ οὐ μετεμέλοντο, καὶ οἱ πωλοῦντεσ αὐτὰ ἔλεγον. εὐλογητὸσ Κύριοσ καὶ πεπλουτήκαμεν. καὶ οἱ ποιμένεσ αὐτῶν οὐκ ἔπασχον οὐδὲν ἐπ̓ αὐτοῖσ. (Septuagint, Prophetia Zachariae 11:5)

    (70인역 성경, 즈카르야서 11:5)

  • μορφὴν δ’ ἀλλάξαντα πατὴρ φίλον υἱὸν ἀείρασ σφάζει ἐπευχόμενοσ μέγα νήπιοσ, ἀλλ’ εἰδότεσ καὶ γιγνώσκοντεσ αὐτοὶ τὰ αὑτῶν τέκνα καθιέρευον, οἱ δ’ ἄτεκνοι παρὰ τῶν πενήτων ὠνούμενοι παιδία κατέσφαζον καθάπερ ἄρνασ ἢ νεοσσούσ, παρειστήκει δ’ ἡ μήτηρ ἄτεγκτοσ καὶ ἀστένακτοσ. (Plutarch, De superstitione, section 13 4:1)

    (플루타르코스, De superstitione, section 13 4:1)

  • ἐγὼ σοὶ θέλεισ παρακαταθῶμαι, ἀνθρώπῳ τὴν ἑαυτοῦ προαίρεσιν ἠτιμακότι, θέλοντι δὲ κερματίου τυχεῖν ἢ ἀρχῆσ τινοσ ἢ προαγωγῆσ ἐν τῇ αὐλῇ, κἂν μέλλῃσ τὰ τέκνα σου κατασφάζειν, ὡσ ἡ Μήδεια; (Epictetus, Works, book 4, 14:1)

    (에픽테토스, Works, book 4, 14:1)

유의어

  1. 자르다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION