헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταριθμέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταριθμέω καταριθμήσω

형태분석: κατ (접두사) + ἀριθμέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 열거하다, 나열하다, 설명하다, 말하다
  1. to count or reckon among
  2. to recount in detail, to recount, enumerate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταριθμῶ

καταριθμεῖς

καταριθμεῖ

쌍수 καταριθμεῖτον

καταριθμεῖτον

복수 καταριθμοῦμεν

καταριθμεῖτε

καταριθμοῦσιν*

접속법단수 καταριθμῶ

καταριθμῇς

καταριθμῇ

쌍수 καταριθμῆτον

καταριθμῆτον

복수 καταριθμῶμεν

καταριθμῆτε

καταριθμῶσιν*

기원법단수 καταριθμοῖμι

καταριθμοῖς

καταριθμοῖ

쌍수 καταριθμοῖτον

καταριθμοίτην

복수 καταριθμοῖμεν

καταριθμοῖτε

καταριθμοῖεν

명령법단수 καταρίθμει

καταριθμείτω

쌍수 καταριθμεῖτον

καταριθμείτων

복수 καταριθμεῖτε

καταριθμούντων, καταριθμείτωσαν

부정사 καταριθμεῖν

분사 남성여성중성
καταριθμων

καταριθμουντος

καταριθμουσα

καταριθμουσης

καταριθμουν

καταριθμουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταριθμοῦμαι

καταριθμεῖ, καταριθμῇ

καταριθμεῖται

쌍수 καταριθμεῖσθον

καταριθμεῖσθον

복수 καταριθμούμεθα

καταριθμεῖσθε

καταριθμοῦνται

접속법단수 καταριθμῶμαι

καταριθμῇ

καταριθμῆται

쌍수 καταριθμῆσθον

καταριθμῆσθον

복수 καταριθμώμεθα

καταριθμῆσθε

καταριθμῶνται

기원법단수 καταριθμοίμην

καταριθμοῖο

καταριθμοῖτο

쌍수 καταριθμοῖσθον

καταριθμοίσθην

복수 καταριθμοίμεθα

καταριθμοῖσθε

καταριθμοῖντο

명령법단수 καταριθμοῦ

καταριθμείσθω

쌍수 καταριθμεῖσθον

καταριθμείσθων

복수 καταριθμεῖσθε

καταριθμείσθων, καταριθμείσθωσαν

부정사 καταριθμεῖσθαι

분사 남성여성중성
καταριθμουμενος

καταριθμουμενου

καταριθμουμενη

καταριθμουμενης

καταριθμουμενον

καταριθμουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταριθμήσω

καταριθμήσεις

καταριθμήσει

쌍수 καταριθμήσετον

καταριθμήσετον

복수 καταριθμήσομεν

καταριθμήσετε

καταριθμήσουσιν*

기원법단수 καταριθμήσοιμι

καταριθμήσοις

καταριθμήσοι

쌍수 καταριθμήσοιτον

καταριθμησοίτην

복수 καταριθμήσοιμεν

καταριθμήσοιτε

καταριθμήσοιεν

부정사 καταριθμήσειν

분사 남성여성중성
καταριθμησων

καταριθμησοντος

καταριθμησουσα

καταριθμησουσης

καταριθμησον

καταριθμησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταριθμήσομαι

καταριθμήσει, καταριθμήσῃ

καταριθμήσεται

쌍수 καταριθμήσεσθον

καταριθμήσεσθον

복수 καταριθμησόμεθα

καταριθμήσεσθε

καταριθμήσονται

기원법단수 καταριθμησοίμην

καταριθμήσοιο

καταριθμήσοιτο

쌍수 καταριθμήσοισθον

καταριθμησοίσθην

복수 καταριθμησοίμεθα

καταριθμήσοισθε

καταριθμήσοιντο

부정사 καταριθμήσεσθαι

분사 남성여성중성
καταριθμησομενος

καταριθμησομενου

καταριθμησομενη

καταριθμησομενης

καταριθμησομενον

καταριθμησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to count or reckon among

  2. 열거하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION