Ancient Greek-English Dictionary Language

κατανθρακίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: κατανθρακίζω κατανθρακίσω

Structure: κατ (Prefix) + ἀνθρακίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to burn to cinders

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατανθρακίζω κατανθρακίζεις κατανθρακίζει
Dual κατανθρακίζετον κατανθρακίζετον
Plural κατανθρακίζομεν κατανθρακίζετε κατανθρακίζουσιν*
SubjunctiveSingular κατανθρακίζω κατανθρακίζῃς κατανθρακίζῃ
Dual κατανθρακίζητον κατανθρακίζητον
Plural κατανθρακίζωμεν κατανθρακίζητε κατανθρακίζωσιν*
OptativeSingular κατανθρακίζοιμι κατανθρακίζοις κατανθρακίζοι
Dual κατανθρακίζοιτον κατανθρακιζοίτην
Plural κατανθρακίζοιμεν κατανθρακίζοιτε κατανθρακίζοιεν
ImperativeSingular κατανθράκιζε κατανθρακιζέτω
Dual κατανθρακίζετον κατανθρακιζέτων
Plural κατανθρακίζετε κατανθρακιζόντων, κατανθρακιζέτωσαν
Infinitive κατανθρακίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κατανθρακιζων κατανθρακιζοντος κατανθρακιζουσα κατανθρακιζουσης κατανθρακιζον κατανθρακιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατανθρακίζομαι κατανθρακίζει, κατανθρακίζῃ κατανθρακίζεται
Dual κατανθρακίζεσθον κατανθρακίζεσθον
Plural κατανθρακιζόμεθα κατανθρακίζεσθε κατανθρακίζονται
SubjunctiveSingular κατανθρακίζωμαι κατανθρακίζῃ κατανθρακίζηται
Dual κατανθρακίζησθον κατανθρακίζησθον
Plural κατανθρακιζώμεθα κατανθρακίζησθε κατανθρακίζωνται
OptativeSingular κατανθρακιζοίμην κατανθρακίζοιο κατανθρακίζοιτο
Dual κατανθρακίζοισθον κατανθρακιζοίσθην
Plural κατανθρακιζοίμεθα κατανθρακίζοισθε κατανθρακίζοιντο
ImperativeSingular κατανθρακίζου κατανθρακιζέσθω
Dual κατανθρακίζεσθον κατανθρακιζέσθων
Plural κατανθρακίζεσθε κατανθρακιζέσθων, κατανθρακιζέσθωσαν
Infinitive κατανθρακίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατανθρακιζομενος κατανθρακιζομενου κατανθρακιζομενη κατανθρακιζομενης κατανθρακιζομενον κατανθρακιζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατανθρακίσω κατανθρακίσεις κατανθρακίσει
Dual κατανθρακίσετον κατανθρακίσετον
Plural κατανθρακίσομεν κατανθρακίσετε κατανθρακίσουσιν*
OptativeSingular κατανθρακίσοιμι κατανθρακίσοις κατανθρακίσοι
Dual κατανθρακίσοιτον κατανθρακισοίτην
Plural κατανθρακίσοιμεν κατανθρακίσοιτε κατανθρακίσοιεν
Infinitive κατανθρακίσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κατανθρακισων κατανθρακισοντος κατανθρακισουσα κατανθρακισουσης κατανθρακισον κατανθρακισοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατανθρακίσομαι κατανθρακίσει, κατανθρακίσῃ κατανθρακίσεται
Dual κατανθρακίσεσθον κατανθρακίσεσθον
Plural κατανθρακισόμεθα κατανθρακίσεσθε κατανθρακίσονται
OptativeSingular κατανθρακισοίμην κατανθρακίσοιο κατανθρακίσοιτο
Dual κατανθρακίσοισθον κατανθρακισοίσθην
Plural κατανθρακισοίμεθα κατανθρακίσοισθε κατανθρακίσοιντο
Infinitive κατανθρακίσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατανθρακισομενος κατανθρακισομενου κατανθρακισομενη κατανθρακισομενης κατανθρακισομενον κατανθρακισομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to burn to cinders

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION