Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀπανθρακίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀπανθρακίζω

Structure: ἀπ (Prefix) + ἀνθρακίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to broil on the coals

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀπανθρακίζω ἀπανθρακίζεις ἀπανθρακίζει
Dual ἀπανθρακίζετον ἀπανθρακίζετον
Plural ἀπανθρακίζομεν ἀπανθρακίζετε ἀπανθρακίζουσιν*
SubjunctiveSingular ἀπανθρακίζω ἀπανθρακίζῃς ἀπανθρακίζῃ
Dual ἀπανθρακίζητον ἀπανθρακίζητον
Plural ἀπανθρακίζωμεν ἀπανθρακίζητε ἀπανθρακίζωσιν*
OptativeSingular ἀπανθρακίζοιμι ἀπανθρακίζοις ἀπανθρακίζοι
Dual ἀπανθρακίζοιτον ἀπανθρακιζοίτην
Plural ἀπανθρακίζοιμεν ἀπανθρακίζοιτε ἀπανθρακίζοιεν
ImperativeSingular ἀπανθράκιζε ἀπανθρακιζέτω
Dual ἀπανθρακίζετον ἀπανθρακιζέτων
Plural ἀπανθρακίζετε ἀπανθρακιζόντων, ἀπανθρακιζέτωσαν
Infinitive ἀπανθρακίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀπανθρακιζων ἀπανθρακιζοντος ἀπανθρακιζουσα ἀπανθρακιζουσης ἀπανθρακιζον ἀπανθρακιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀπανθρακίζομαι ἀπανθρακίζει, ἀπανθρακίζῃ ἀπανθρακίζεται
Dual ἀπανθρακίζεσθον ἀπανθρακίζεσθον
Plural ἀπανθρακιζόμεθα ἀπανθρακίζεσθε ἀπανθρακίζονται
SubjunctiveSingular ἀπανθρακίζωμαι ἀπανθρακίζῃ ἀπανθρακίζηται
Dual ἀπανθρακίζησθον ἀπανθρακίζησθον
Plural ἀπανθρακιζώμεθα ἀπανθρακίζησθε ἀπανθρακίζωνται
OptativeSingular ἀπανθρακιζοίμην ἀπανθρακίζοιο ἀπανθρακίζοιτο
Dual ἀπανθρακίζοισθον ἀπανθρακιζοίσθην
Plural ἀπανθρακιζοίμεθα ἀπανθρακίζοισθε ἀπανθρακίζοιντο
ImperativeSingular ἀπανθρακίζου ἀπανθρακιζέσθω
Dual ἀπανθρακίζεσθον ἀπανθρακιζέσθων
Plural ἀπανθρακίζεσθε ἀπανθρακιζέσθων, ἀπανθρακιζέσθωσαν
Infinitive ἀπανθρακίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀπανθρακιζομενος ἀπανθρακιζομενου ἀπανθρακιζομενη ἀπανθρακιζομενης ἀπανθρακιζομενον ἀπανθρακιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • μόνον θεῶν γὰρ διὰ σ’ ἀπανθρακίζομεν. (Aristophanes, Birds, Lyric-Scene, antistrophe 1 2:19)
  • τοὺσ γὰρ εἰσ τὸ ἀπανθρακίζειν ἐπιτηδείουσ ἰχθῦσ εἰσ ἅλμην ἀπέβαπτον ἣν καὶ Θασίαν ἐκάλουν ἅλμην. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 137 5:2)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION