헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατανεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατανεύω κατανεύσομαι κατένευσα

형태분석: κατα (접두사) + νεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 약속하다, 수여하다, 다짐하다, 약혼하다, 맹세하다
  1. to nod assent, to grant, promise, to make a sign by nodding the head

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατανεύω

(나는) 약속한다

κατανεύεις

(너는) 약속한다

κατανεύει

(그는) 약속한다

쌍수 κατανεύετον

(너희 둘은) 약속한다

κατανεύετον

(그 둘은) 약속한다

복수 κατανεύομεν

(우리는) 약속한다

κατανεύετε

(너희는) 약속한다

κατανεύουσιν*

(그들은) 약속한다

접속법단수 κατανεύω

(나는) 약속하자

κατανεύῃς

(너는) 약속하자

κατανεύῃ

(그는) 약속하자

쌍수 κατανεύητον

(너희 둘은) 약속하자

κατανεύητον

(그 둘은) 약속하자

복수 κατανεύωμεν

(우리는) 약속하자

κατανεύητε

(너희는) 약속하자

κατανεύωσιν*

(그들은) 약속하자

기원법단수 κατανεύοιμι

(나는) 약속하기를 (바라다)

κατανεύοις

(너는) 약속하기를 (바라다)

κατανεύοι

(그는) 약속하기를 (바라다)

쌍수 κατανεύοιτον

(너희 둘은) 약속하기를 (바라다)

κατανευοίτην

(그 둘은) 약속하기를 (바라다)

복수 κατανεύοιμεν

(우리는) 약속하기를 (바라다)

κατανεύοιτε

(너희는) 약속하기를 (바라다)

κατανεύοιεν

(그들은) 약속하기를 (바라다)

명령법단수 κατανεύε

(너는) 약속해라

κατανευέτω

(그는) 약속해라

쌍수 κατανεύετον

(너희 둘은) 약속해라

κατανευέτων

(그 둘은) 약속해라

복수 κατανεύετε

(너희는) 약속해라

κατανευόντων, κατανευέτωσαν

(그들은) 약속해라

부정사 κατανεύειν

약속하는 것

분사 남성여성중성
κατανευων

κατανευοντος

κατανευουσα

κατανευουσης

κατανευον

κατανευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατανεύομαι

(나는) 약속된다

κατανεύει, κατανεύῃ

(너는) 약속된다

κατανεύεται

(그는) 약속된다

쌍수 κατανεύεσθον

(너희 둘은) 약속된다

κατανεύεσθον

(그 둘은) 약속된다

복수 κατανευόμεθα

(우리는) 약속된다

κατανεύεσθε

(너희는) 약속된다

κατανεύονται

(그들은) 약속된다

접속법단수 κατανεύωμαι

(나는) 약속되자

κατανεύῃ

(너는) 약속되자

κατανεύηται

(그는) 약속되자

쌍수 κατανεύησθον

(너희 둘은) 약속되자

κατανεύησθον

(그 둘은) 약속되자

복수 κατανευώμεθα

(우리는) 약속되자

κατανεύησθε

(너희는) 약속되자

κατανεύωνται

(그들은) 약속되자

기원법단수 κατανευοίμην

(나는) 약속되기를 (바라다)

κατανεύοιο

(너는) 약속되기를 (바라다)

κατανεύοιτο

(그는) 약속되기를 (바라다)

쌍수 κατανεύοισθον

(너희 둘은) 약속되기를 (바라다)

κατανευοίσθην

(그 둘은) 약속되기를 (바라다)

복수 κατανευοίμεθα

(우리는) 약속되기를 (바라다)

κατανεύοισθε

(너희는) 약속되기를 (바라다)

κατανεύοιντο

(그들은) 약속되기를 (바라다)

명령법단수 κατανεύου

(너는) 약속되어라

κατανευέσθω

(그는) 약속되어라

쌍수 κατανεύεσθον

(너희 둘은) 약속되어라

κατανευέσθων

(그 둘은) 약속되어라

복수 κατανεύεσθε

(너희는) 약속되어라

κατανευέσθων, κατανευέσθωσαν

(그들은) 약속되어라

부정사 κατανεύεσθαι

약속되는 것

분사 남성여성중성
κατανευομενος

κατανευομενου

κατανευομενη

κατανευομενης

κατανευομενον

κατανευομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατανεύσομαι

(나는) 약속하겠다

κατανεύσει, κατανεύσῃ

(너는) 약속하겠다

κατανεύσεται

(그는) 약속하겠다

쌍수 κατανεύσεσθον

(너희 둘은) 약속하겠다

κατανεύσεσθον

(그 둘은) 약속하겠다

복수 κατανευσόμεθα

(우리는) 약속하겠다

κατανεύσεσθε

(너희는) 약속하겠다

κατανεύσονται

(그들은) 약속하겠다

기원법단수 κατανευσοίμην

(나는) 약속하겠기를 (바라다)

κατανεύσοιο

(너는) 약속하겠기를 (바라다)

κατανεύσοιτο

(그는) 약속하겠기를 (바라다)

쌍수 κατανεύσοισθον

(너희 둘은) 약속하겠기를 (바라다)

κατανευσοίσθην

(그 둘은) 약속하겠기를 (바라다)

복수 κατανευσοίμεθα

(우리는) 약속하겠기를 (바라다)

κατανεύσοισθε

(너희는) 약속하겠기를 (바라다)

κατανεύσοιντο

(그들은) 약속하겠기를 (바라다)

부정사 κατανεύσεσθαι

약속할 것

분사 남성여성중성
κατανευσομενος

κατανευσομενου

κατανευσομενη

κατανευσομενης

κατανευσομενον

κατανευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατένευον

(나는) 약속하고 있었다

κατένευες

(너는) 약속하고 있었다

κατένευεν*

(그는) 약속하고 있었다

쌍수 κατενεύετον

(너희 둘은) 약속하고 있었다

κατενευέτην

(그 둘은) 약속하고 있었다

복수 κατενεύομεν

(우리는) 약속하고 있었다

κατενεύετε

(너희는) 약속하고 있었다

κατένευον

(그들은) 약속하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατενευόμην

(나는) 약속되고 있었다

κατενεύου

(너는) 약속되고 있었다

κατενεύετο

(그는) 약속되고 있었다

쌍수 κατενεύεσθον

(너희 둘은) 약속되고 있었다

κατενευέσθην

(그 둘은) 약속되고 있었다

복수 κατενευόμεθα

(우리는) 약속되고 있었다

κατενεύεσθε

(너희는) 약속되고 있었다

κατενεύοντο

(그들은) 약속되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατένευσα

(나는) 약속했다

κατένευσας

(너는) 약속했다

κατένευσεν*

(그는) 약속했다

쌍수 κατενεύσατον

(너희 둘은) 약속했다

κατενευσάτην

(그 둘은) 약속했다

복수 κατενεύσαμεν

(우리는) 약속했다

κατενεύσατε

(너희는) 약속했다

κατένευσαν

(그들은) 약속했다

접속법단수 κατανεύσω

(나는) 약속했자

κατανεύσῃς

(너는) 약속했자

κατανεύσῃ

(그는) 약속했자

쌍수 κατανεύσητον

(너희 둘은) 약속했자

κατανεύσητον

(그 둘은) 약속했자

복수 κατανεύσωμεν

(우리는) 약속했자

κατανεύσητε

(너희는) 약속했자

κατανεύσωσιν*

(그들은) 약속했자

기원법단수 κατανεύσαιμι

(나는) 약속했기를 (바라다)

κατανεύσαις

(너는) 약속했기를 (바라다)

κατανεύσαι

(그는) 약속했기를 (바라다)

쌍수 κατανεύσαιτον

(너희 둘은) 약속했기를 (바라다)

κατανευσαίτην

(그 둘은) 약속했기를 (바라다)

복수 κατανεύσαιμεν

(우리는) 약속했기를 (바라다)

κατανεύσαιτε

(너희는) 약속했기를 (바라다)

κατανεύσαιεν

(그들은) 약속했기를 (바라다)

명령법단수 κατανεύσον

(너는) 약속했어라

κατανευσάτω

(그는) 약속했어라

쌍수 κατανεύσατον

(너희 둘은) 약속했어라

κατανευσάτων

(그 둘은) 약속했어라

복수 κατανεύσατε

(너희는) 약속했어라

κατανευσάντων

(그들은) 약속했어라

부정사 κατανεύσαι

약속했는 것

분사 남성여성중성
κατανευσᾱς

κατανευσαντος

κατανευσᾱσα

κατανευσᾱσης

κατανευσαν

κατανευσαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατενευσάμην

(나는) 약속되었다

κατενεύσω

(너는) 약속되었다

κατενεύσατο

(그는) 약속되었다

쌍수 κατενεύσασθον

(너희 둘은) 약속되었다

κατενευσάσθην

(그 둘은) 약속되었다

복수 κατενευσάμεθα

(우리는) 약속되었다

κατενεύσασθε

(너희는) 약속되었다

κατενεύσαντο

(그들은) 약속되었다

접속법단수 κατανεύσωμαι

(나는) 약속되었자

κατανεύσῃ

(너는) 약속되었자

κατανεύσηται

(그는) 약속되었자

쌍수 κατανεύσησθον

(너희 둘은) 약속되었자

κατανεύσησθον

(그 둘은) 약속되었자

복수 κατανευσώμεθα

(우리는) 약속되었자

κατανεύσησθε

(너희는) 약속되었자

κατανεύσωνται

(그들은) 약속되었자

기원법단수 κατανευσαίμην

(나는) 약속되었기를 (바라다)

κατανεύσαιο

(너는) 약속되었기를 (바라다)

κατανεύσαιτο

(그는) 약속되었기를 (바라다)

쌍수 κατανεύσαισθον

(너희 둘은) 약속되었기를 (바라다)

κατανευσαίσθην

(그 둘은) 약속되었기를 (바라다)

복수 κατανευσαίμεθα

(우리는) 약속되었기를 (바라다)

κατανεύσαισθε

(너희는) 약속되었기를 (바라다)

κατανεύσαιντο

(그들은) 약속되었기를 (바라다)

명령법단수 κατανεύσαι

(너는) 약속되었어라

κατανευσάσθω

(그는) 약속되었어라

쌍수 κατανεύσασθον

(너희 둘은) 약속되었어라

κατανευσάσθων

(그 둘은) 약속되었어라

복수 κατανεύσασθε

(너희는) 약속되었어라

κατανευσάσθων

(그들은) 약속되었어라

부정사 κατανεύσεσθαι

약속되었는 것

분사 남성여성중성
κατανευσαμενος

κατανευσαμενου

κατανευσαμενη

κατανευσαμενης

κατανευσαμενον

κατανευσαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • νόστον δέ οἱ οὔ ποτ’ ἀπηύρων πάγχυ, ἐπεὶ σὺ πρῶτον ὑπέσχεο καὶ κατένευσασ. (Homer, Odyssey, Book 13 16:3)

    (호메로스, 오디세이아, Book 13 16:3)

  • Ζεῦ πάτερ εἴ ποτέ τίσ τοι ἐν Ἄργεί̈ περ πολυπύρῳ ἢ βοὸσ ἢ οἰὸσ κατὰ πίονα μηρία καίων εὔχετο νοστῆσαι, σὺ δ’ ὑπέσχεο καὶ κατένευσασ, τῶν μνῆσαι καὶ ἄμυνον Ὀλύμπιε νηλεὲσ ἦμαρ, μηδ’ οὕτω Τρώεσσιν ἐά δάμνασθαι Ἀχαιούσ. (Homer, Iliad, Book 15 39:3)

    (호메로스, 일리아스, Book 15 39:3)

유의어

  1. 약속하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION