Ancient Greek-English Dictionary Language

κατακτείνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: κατακτείνω κατακτενῶ κατεκτάθην κατέκτονα

Structure: κατα (Prefix) + κτείν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: fut. mid. in pass. sense kataktane/esqe

Sense

  1. to kill, slay, murder

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατακτείνω κατακτείνεις κατακτείνει
Dual κατακτείνετον κατακτείνετον
Plural κατακτείνομεν κατακτείνετε κατακτείνουσιν*
SubjunctiveSingular κατακτείνω κατακτείνῃς κατακτείνῃ
Dual κατακτείνητον κατακτείνητον
Plural κατακτείνωμεν κατακτείνητε κατακτείνωσιν*
OptativeSingular κατακτείνοιμι κατακτείνοις κατακτείνοι
Dual κατακτείνοιτον κατακτεινοίτην
Plural κατακτείνοιμεν κατακτείνοιτε κατακτείνοιεν
ImperativeSingular κατακτείνε κατακτεινέτω
Dual κατακτείνετον κατακτεινέτων
Plural κατακτείνετε κατακτεινόντων, κατακτεινέτωσαν
Infinitive κατακτείνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κατακτεινων κατακτεινοντος κατακτεινουσα κατακτεινουσης κατακτεινον κατακτεινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατακτείνομαι κατακτείνει, κατακτείνῃ κατακτείνεται
Dual κατακτείνεσθον κατακτείνεσθον
Plural κατακτεινόμεθα κατακτείνεσθε κατακτείνονται
SubjunctiveSingular κατακτείνωμαι κατακτείνῃ κατακτείνηται
Dual κατακτείνησθον κατακτείνησθον
Plural κατακτεινώμεθα κατακτείνησθε κατακτείνωνται
OptativeSingular κατακτεινοίμην κατακτείνοιο κατακτείνοιτο
Dual κατακτείνοισθον κατακτεινοίσθην
Plural κατακτεινοίμεθα κατακτείνοισθε κατακτείνοιντο
ImperativeSingular κατακτείνου κατακτεινέσθω
Dual κατακτείνεσθον κατακτεινέσθων
Plural κατακτείνεσθε κατακτεινέσθων, κατακτεινέσθωσαν
Infinitive κατακτείνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατακτεινομενος κατακτεινομενου κατακτεινομενη κατακτεινομενης κατακτεινομενον κατακτεινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καίτοι πόλιν σὴν σύγγονοι πρεσβεύομεν Μοῦσαι μάλιστα κἀπιχρώμεθα χθονί, μυστηρίων τε τῶν ἀπορρήτων φανὰσ ἔδειξεν Ὀρφεύσ, αὐτανέψιοσ νεκροῦ τοῦδ’ ὃν κατακτείνεισ σύ· (Euripides, Rhesus, episode, antistrophe 1 3:2)

Synonyms

  1. to kill

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION