헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακείρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακείρω κατακερῶ

형태분석: κατα (접두사) + κείρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 닫다, 감다, 감기다, 덮다
  2. 파괴하다, 낭비하다, 헤프게 쓰다, 파멸시키다
  1. to shear off, to crop their, close
  2. to cut away, destroy, squander

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακείρω

(나는) 닫는다

κατακείρεις

(너는) 닫는다

κατακείρει

(그는) 닫는다

쌍수 κατακείρετον

(너희 둘은) 닫는다

κατακείρετον

(그 둘은) 닫는다

복수 κατακείρομεν

(우리는) 닫는다

κατακείρετε

(너희는) 닫는다

κατακείρουσιν*

(그들은) 닫는다

접속법단수 κατακείρω

(나는) 닫자

κατακείρῃς

(너는) 닫자

κατακείρῃ

(그는) 닫자

쌍수 κατακείρητον

(너희 둘은) 닫자

κατακείρητον

(그 둘은) 닫자

복수 κατακείρωμεν

(우리는) 닫자

κατακείρητε

(너희는) 닫자

κατακείρωσιν*

(그들은) 닫자

기원법단수 κατακείροιμι

(나는) 닫기를 (바라다)

κατακείροις

(너는) 닫기를 (바라다)

κατακείροι

(그는) 닫기를 (바라다)

쌍수 κατακείροιτον

(너희 둘은) 닫기를 (바라다)

κατακειροίτην

(그 둘은) 닫기를 (바라다)

복수 κατακείροιμεν

(우리는) 닫기를 (바라다)

κατακείροιτε

(너희는) 닫기를 (바라다)

κατακείροιεν

(그들은) 닫기를 (바라다)

명령법단수 κατακείρε

(너는) 닫아라

κατακειρέτω

(그는) 닫아라

쌍수 κατακείρετον

(너희 둘은) 닫아라

κατακειρέτων

(그 둘은) 닫아라

복수 κατακείρετε

(너희는) 닫아라

κατακειρόντων, κατακειρέτωσαν

(그들은) 닫아라

부정사 κατακείρειν

닫는 것

분사 남성여성중성
κατακειρων

κατακειροντος

κατακειρουσα

κατακειρουσης

κατακειρον

κατακειροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακείρομαι

(나는) 닫힌다

κατακείρει, κατακείρῃ

(너는) 닫힌다

κατακείρεται

(그는) 닫힌다

쌍수 κατακείρεσθον

(너희 둘은) 닫힌다

κατακείρεσθον

(그 둘은) 닫힌다

복수 κατακειρόμεθα

(우리는) 닫힌다

κατακείρεσθε

(너희는) 닫힌다

κατακείρονται

(그들은) 닫힌다

접속법단수 κατακείρωμαι

(나는) 닫히자

κατακείρῃ

(너는) 닫히자

κατακείρηται

(그는) 닫히자

쌍수 κατακείρησθον

(너희 둘은) 닫히자

κατακείρησθον

(그 둘은) 닫히자

복수 κατακειρώμεθα

(우리는) 닫히자

κατακείρησθε

(너희는) 닫히자

κατακείρωνται

(그들은) 닫히자

기원법단수 κατακειροίμην

(나는) 닫히기를 (바라다)

κατακείροιο

(너는) 닫히기를 (바라다)

κατακείροιτο

(그는) 닫히기를 (바라다)

쌍수 κατακείροισθον

(너희 둘은) 닫히기를 (바라다)

κατακειροίσθην

(그 둘은) 닫히기를 (바라다)

복수 κατακειροίμεθα

(우리는) 닫히기를 (바라다)

κατακείροισθε

(너희는) 닫히기를 (바라다)

κατακείροιντο

(그들은) 닫히기를 (바라다)

명령법단수 κατακείρου

(너는) 닫혀라

κατακειρέσθω

(그는) 닫혀라

쌍수 κατακείρεσθον

(너희 둘은) 닫혀라

κατακειρέσθων

(그 둘은) 닫혀라

복수 κατακείρεσθε

(너희는) 닫혀라

κατακειρέσθων, κατακειρέσθωσαν

(그들은) 닫혀라

부정사 κατακείρεσθαι

닫히는 것

분사 남성여성중성
κατακειρομενος

κατακειρομενου

κατακειρομενη

κατακειρομενης

κατακειρομενον

κατακειρομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέκειρον

(나는) 닫고 있었다

κατέκειρες

(너는) 닫고 있었다

κατέκειρεν*

(그는) 닫고 있었다

쌍수 κατεκείρετον

(너희 둘은) 닫고 있었다

κατεκειρέτην

(그 둘은) 닫고 있었다

복수 κατεκείρομεν

(우리는) 닫고 있었다

κατεκείρετε

(너희는) 닫고 있었다

κατέκειρον

(그들은) 닫고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεκειρόμην

(나는) 닫히고 있었다

κατεκείρου

(너는) 닫히고 있었다

κατεκείρετο

(그는) 닫히고 있었다

쌍수 κατεκείρεσθον

(너희 둘은) 닫히고 있었다

κατεκειρέσθην

(그 둘은) 닫히고 있었다

복수 κατεκειρόμεθα

(우리는) 닫히고 있었다

κατεκείρεσθε

(너희는) 닫히고 있었다

κατεκείροντο

(그들은) 닫히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 파괴하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION