헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθαρμόζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καθαρμόζω καθαρμόσω

형태분석: κατ (접두사) + ἁρμόζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to join or fit to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθαρμόζω

καθαρμόζεις

καθαρμόζει

쌍수 καθαρμόζετον

καθαρμόζετον

복수 καθαρμόζομεν

καθαρμόζετε

καθαρμόζουσιν*

접속법단수 καθαρμόζω

καθαρμόζῃς

καθαρμόζῃ

쌍수 καθαρμόζητον

καθαρμόζητον

복수 καθαρμόζωμεν

καθαρμόζητε

καθαρμόζωσιν*

기원법단수 καθαρμόζοιμι

καθαρμόζοις

καθαρμόζοι

쌍수 καθαρμόζοιτον

καθαρμοζοίτην

복수 καθαρμόζοιμεν

καθαρμόζοιτε

καθαρμόζοιεν

명령법단수 καθάρμοζε

καθαρμοζέτω

쌍수 καθαρμόζετον

καθαρμοζέτων

복수 καθαρμόζετε

καθαρμοζόντων, καθαρμοζέτωσαν

부정사 καθαρμόζειν

분사 남성여성중성
καθαρμοζων

καθαρμοζοντος

καθαρμοζουσα

καθαρμοζουσης

καθαρμοζον

καθαρμοζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθαρμόζομαι

καθαρμόζει, καθαρμόζῃ

καθαρμόζεται

쌍수 καθαρμόζεσθον

καθαρμόζεσθον

복수 καθαρμοζόμεθα

καθαρμόζεσθε

καθαρμόζονται

접속법단수 καθαρμόζωμαι

καθαρμόζῃ

καθαρμόζηται

쌍수 καθαρμόζησθον

καθαρμόζησθον

복수 καθαρμοζώμεθα

καθαρμόζησθε

καθαρμόζωνται

기원법단수 καθαρμοζοίμην

καθαρμόζοιο

καθαρμόζοιτο

쌍수 καθαρμόζοισθον

καθαρμοζοίσθην

복수 καθαρμοζοίμεθα

καθαρμόζοισθε

καθαρμόζοιντο

명령법단수 καθαρμόζου

καθαρμοζέσθω

쌍수 καθαρμόζεσθον

καθαρμοζέσθων

복수 καθαρμόζεσθε

καθαρμοζέσθων, καθαρμοζέσθωσαν

부정사 καθαρμόζεσθαι

분사 남성여성중성
καθαρμοζομενος

καθαρμοζομενου

καθαρμοζομενη

καθαρμοζομενης

καθαρμοζομενον

καθαρμοζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to join or fit to

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION