- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἵστωρ?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: histōr 고전 발음: [또:] 신약 발음: []

기본형: ἵστωρ

형태분석: ἱστωρ (어간)

어원: οἶδα

  1. 판사, 상위 법정에 보내는 통지, 재판관
  2. 목격자, 증인
  1. a wise man
  2. one who knows law and right, judge
  3. witness

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πρόσπολοι γυναῖκες, αἳ τῶνδ ἀμφὶ κρηπῖδας δόμων θυοδόκων φρούρημ ἔχουσαι δεσπότιν φυλάσσετε, ἐκλέλοιπ ἤδη τὸν ἱερὸν τρίποδα καὶ χρηστήριον Ξοῦθος, ἢ μίμνει κατ οἶκον ἱστορῶν ἀπαιδίαν· (Euripides, Ion, episode, trochees1)

    (에우리피데스, Ion, episode, trochees1)

  • εἰ δὲ θείη τις τὰ βιβλία παρ ἄλληλα καὶ τοὺς λόγους, ἐκεῖνα μὲν Σκύθαις φιλοσοφεῖσθαι καὶ Σογδιανοῖς καὶ Μελαγχλαίνοις, περὶ ὧν Ἡρόδοτος ἱστορῶν ἀπιστεῖται τὰ δὲ Πυθαγόρου καὶ Ἐμπεδοκλέους δόγματα νόμοι τῶν παλαιῶν ἦσαν Ἑλλήνων καὶ αἱ ἄπυροι δίαιται. (Plutarch, De esu carnium II, section 3 7:2)

    (플루타르코스, De esu carnium II, section 3 7:2)

  • Πολέμων δ ἐν τῷ δωδεκάτῳ τῶν πρὸς Τίμαιον περὶ τῶν τὰς παρῳδίας γεγραφότων ἱστορῶν τάδε γράφει: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 55 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 55 1:1)

  • περὶ δὲ τῆς Σαμίων τρυφῆς Δοῦρις ἱστορῶν παρατίθεται Ἀσίου ποιήματα, ὅτι ἐφόρουν χλιδῶνας περὶ τοῖς βραχίοσιν καὶ τὴν ἑορτὴν ἄγοντες τῶν ῾ Ἡραίων ἐβάδιζον κατεκτενισμένοι τὰς κόμας ἐπὶ τὸ μετάφρενον καὶ τοὺς ὤμους, τὸ δὲ νόμιμον τοῦτο μαρτυρεῖσθαι καὶ ὑπὸ παροιμίας τῆσδε βαδίζειν εἰς Ἡραῖον ἐμπεπλεγμένον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:82)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:82)

  • "ἐν δὲ τῇ τρισκαιδεκάτῃ τῶν Φιλιππικῶν περὶ Χαβρίου τοῦ Ἀθηναίου ἱστορῶν φησιν οὐ δυνάμενος δὲ ζῆν ἐν τῇ πόλει τὰ μὲν διὰ τὴν ἀσέλγειαν καὶ διὰ τὴν πολυτέλειαν τὴν αὑτοῦ τὴν περὶ τὸν βίον, τὰ δὲ διὰ τοὺς Ἀθηναίους: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:187)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:187)

유의어

  1. a wise man

  2. 판사

  3. 목격자

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION