Ancient Greek-English Dictionary Language

ἱματιοφυλακέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἱματιοφυλακέω

Structure: ἱματιοφυλακέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: fu/lac

Sense

  1. to take care of clothes

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἱματιοφυλάκω ἱματιοφυλάκεις ἱματιοφυλάκει
Dual ἱματιοφυλάκειτον ἱματιοφυλάκειτον
Plural ἱματιοφυλάκουμεν ἱματιοφυλάκειτε ἱματιοφυλάκουσιν*
SubjunctiveSingular ἱματιοφυλάκω ἱματιοφυλάκῃς ἱματιοφυλάκῃ
Dual ἱματιοφυλάκητον ἱματιοφυλάκητον
Plural ἱματιοφυλάκωμεν ἱματιοφυλάκητε ἱματιοφυλάκωσιν*
OptativeSingular ἱματιοφυλάκοιμι ἱματιοφυλάκοις ἱματιοφυλάκοι
Dual ἱματιοφυλάκοιτον ἱματιοφυλακοίτην
Plural ἱματιοφυλάκοιμεν ἱματιοφυλάκοιτε ἱματιοφυλάκοιεν
ImperativeSingular ἱματιοφυλᾶκει ἱματιοφυλακεῖτω
Dual ἱματιοφυλάκειτον ἱματιοφυλακεῖτων
Plural ἱματιοφυλάκειτε ἱματιοφυλακοῦντων, ἱματιοφυλακεῖτωσαν
Infinitive ἱματιοφυλάκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἱματιοφυλακων ἱματιοφυλακουντος ἱματιοφυλακουσα ἱματιοφυλακουσης ἱματιοφυλακουν ἱματιοφυλακουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἱματιοφυλάκουμαι ἱματιοφυλάκει, ἱματιοφυλάκῃ ἱματιοφυλάκειται
Dual ἱματιοφυλάκεισθον ἱματιοφυλάκεισθον
Plural ἱματιοφυλακοῦμεθα ἱματιοφυλάκεισθε ἱματιοφυλάκουνται
SubjunctiveSingular ἱματιοφυλάκωμαι ἱματιοφυλάκῃ ἱματιοφυλάκηται
Dual ἱματιοφυλάκησθον ἱματιοφυλάκησθον
Plural ἱματιοφυλακώμεθα ἱματιοφυλάκησθε ἱματιοφυλάκωνται
OptativeSingular ἱματιοφυλακοίμην ἱματιοφυλάκοιο ἱματιοφυλάκοιτο
Dual ἱματιοφυλάκοισθον ἱματιοφυλακοίσθην
Plural ἱματιοφυλακοίμεθα ἱματιοφυλάκοισθε ἱματιοφυλάκοιντο
ImperativeSingular ἱματιοφυλάκου ἱματιοφυλακεῖσθω
Dual ἱματιοφυλάκεισθον ἱματιοφυλακεῖσθων
Plural ἱματιοφυλάκεισθε ἱματιοφυλακεῖσθων, ἱματιοφυλακεῖσθωσαν
Infinitive ἱματιοφυλάκεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἱματιοφυλακουμενος ἱματιοφυλακουμενου ἱματιοφυλακουμενη ἱματιοφυλακουμενης ἱματιοφυλακουμενον ἱματιοφυλακουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to take care of clothes

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION