헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἴκταρ

형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἴκταρ

어원: i(/kw

  1. following closely
  2. close to, hard by

예문

  • οὐδέπω τὸ ἴκταρ ἐμήμεκασ οὐδὲ τὸ σκορδινᾶσθαι οὐδὲ τὸ τευτάζεσθαι οὐδὲ τὸ σκύλλεσθαι. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 21:5)

    (루키아노스, Lexiphanes, (no name) 21:5)

  • οἱ δὲ κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο χειρὸσ ἄπο στιβαρῆσ, ἱερὴν φλόγα εἰλυφόωντεσ ταρφέεσ· (Hesiod, Theogony, Book Th. 67:3)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 67:3)

  • "τριχίδια, χαλκίσ, ἴκταρ, ἀθερίνη Ἀθηναῖοι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 137 4:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 137 4:4)

  • χαίρετ’ ἀστικὸσ λεώσ, ἴκταρ ἥμενοι Διόσ, παρθένου φίλασ φίλοι σωφρονοῦντεσ ἐν χρόνῳ. (Aeschylus, Eumenides, choral, strophe 32)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, choral, strophe 32)

  • τὰ γὰρ σμικρά, ἦν δ’ ἐγώ, πρὸσ τὰ μεγάλα σμικρά ἐστιν, καὶ ταῦτα δὴ πάντα πρὸσ τύραννον πονηρίᾳ τε καὶ ἀθλιότητι πόλεωσ, τὸ λεγόμενον, οὐδ’ ἵκταρ βάλλει. (Plato, Republic, book 9 93:1)

    (플라톤, Republic, book 9 93:1)

유의어

  1. following closely

  2. close to

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION