헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἱεράομαι

α 축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἱεράομαι

형태분석: ἱερά (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: i(ereu/s, i(/ereia

  1. to be a priest or priestess

활용 정보

현재 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ μόνον δὲ περὶ τῶν λεπρῶν οὕτωσ ἐνομοθέτησεν, ἀλλ’ οὐδὲ τοῖσ καὶ τὸ βραχύτατόν τι τοῦ σώματοσ ἠκρωτηριασμένοισ ἱερᾶσθαι συγκεχώρηκεν, ἀλλ’ εἰ καὶ μεταξύ τισ ἱερώμενοσ τοιαύτῃ χρήσαιτο συμφορᾷ, τὴν τιμὴν αὐτὸν ἀφείλετο. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 315:1)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 315:1)

  • Τροιζηνίοισ δὲ ἱερεὺσ μέν ἐστιν Ἱππολύτου τὸν χρόνον τοῦ βίου πάντα ἱερώμενοσ καὶ θυσίαι καθεστήκασιν ἐπέτειοι, δρῶσι δὲ καὶ ἄλλο τοιόνδε· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 32 2:3)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 32 2:3)

  • ναὸσ δὲ οὐκ ἔστιν αὐτῷ δημοσίᾳ πεποιημένοσ, ἀλλὰ κατὰ ἔτοσ ἕκαστον ὁ ἱερώμενοσ ἐν οἰκήματι ἔχει τὸ σκῆπτρον· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 40 20:3)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 40 20:3)

  • ἔχει δὲ καὶ τὸ ἱερὸν Μηνὸσ Φαρνάκου καλούμενον, τὴν Ἀμερίαν κωμόπολιν πολλοὺσ ἱεροδούλουσ ἔχουσαν καὶ χώραν ἱεράν, ἣν ὁ ἱερώμενοσ ἀεὶ καρποῦται. (Strabo, Geography, Book 12, chapter 3 50:9)

    (스트라본, 지리학, Book 12, chapter 3 50:9)

  • ὁ Ματθίασ ἱερώμενοσ ἐν νυκτὶ τῇ φερούσῃ εἰσ ἡμέραν, ᾗ ἡ νηστεία ἐνίστατο, ἔδοξεν ἐν ὀνείρατι ὡμιληκέναι [γυναικί], καὶ διὰ τόδε οὐ δυναμένου ἱερουργεῖν Ιὤσηποσ ὁ τοῦ Ἐλλήμου συνιεράσατο αὐτῷ συγγενὴσ ὤν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 17 197:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 17 197:2)

유의어

  1. to be a priest or priestess

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION