헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἥβη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἥβη

형태분석: ἡβ (어간) + η (어미)

  1. 젊음, 젊은이
  2. 용기, 혈기
  1. youth
  2. vigour
  3. pubes

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἥβη

젊음이

ή̔βᾱ

젊음들이

ῆ̔βαι

젊음들이

속격 ή̔βης

젊음의

ή̔βαιν

젊음들의

ἡβῶν

젊음들의

여격 ή̔βῃ

젊음에게

ή̔βαιν

젊음들에게

ή̔βαις

젊음들에게

대격 ή̔βην

젊음을

ή̔βᾱ

젊음들을

ή̔βᾱς

젊음들을

호격 ή̔βη

젊음아

ή̔βᾱ

젊음들아

ῆ̔βαι

젊음들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὕτωσ ἠπόρεισ οἰνοχόων, καὶ ἀπηγορεύκασιν ἄρα ἥ τε Ἥβη καὶ ὁ Ἥφαιστοσ διακονούμενοι; (Lucian, Dialogi deorum, 3:3)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 3:3)

  • ὥστε τριακοντούτεεσ μὲν ὠμογέροντεσ ἄν κου εἰε͂ν αὐτοῖσιν οἱ ἄνδρεσ, εἴκοσι δὲ ἔτεα γεγονότεσ οἱ ἔξω ἥβησ νεηνίσκοι, ἡ δὲ ἀκροτάτη ἥβη ἀμφὶ τὰ πεντεκαίδεκα ἔτεα· (Arrian, Indica, chapter 9 7:1)

    (아리아노스, Indica, chapter 9 7:1)

  • οἱ δὲ θεοὶ πὰρ Ζηνὶ καθήμενοι ἠγορόωντο χρυσέῳ ἐν δαπέδῳ, μετὰ δέ σφισι πότνια Ἥβη νέκταρ ἐῳνοχόει, τοὶ δὲ χρυσέοισ δεπάεσσι δειδέχατ’ ἀλλήλουσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 7 3:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 7 3:5)

  • πλοῦτον δ’ οὐκ ἐθαύμαζεν, ἀλλὰ καί φησιν ὁμοίωσ πλουτεῖν ᾧ τε πολὺσ ἄργυρόσ ἐστι καὶ χρυσὸσ καὶ γῆσ πυροφόρου πεδία ἵπποι θ’ ἡμίονοί τε, καὶ ᾧ μόνα ταῦτα πάρεστι, γαστρί τε καὶ πλευρῇ καὶ ποσὶν ἁβρὰ παθεῖν, παιδόσ τ’ ἠδὲ γυναικόσ, ἐπὴν καὶ ταῦτ’ ἀφίκηται, ἥβη, σὺν δ’ ὡρ́η γίνεται ἁρμοδία. (Plutarch, , chapter 2 2:2)

    (플루타르코스, , chapter 2 2:2)

  • αὐτὰρ ἐυπλόκαμοι Χάριτεσ καὶ ἐύφρονεσ Ὧραι Ἁρμονίη θ’ Ἥβη τε Διὸσ θυγάτηρ τ’ Ἀφροδίτη ὀρχεῦντ’ ἀλλήλων ἐπὶ καρπῷ χεῖρασ ἔχουσαι· (Anonymous, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 2:6)

    (익명 저작, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 2:6)

  • ἐγὼ δ’ Ἑλένην Δίοισ μελάθροισ πελάσω, λαμπρῶν ἄστρων πόλον ἐξανύσασ, ἔνθα παρ’ Ἥρᾳ τῇ θ’ Ἡρακλέουσ Ἥβῃ πάρεδροσ θεὸσ ἀνθρώποισ ἔσται σπονδαῖσ ἔντιμοσ ἀεί, σὺν Τυνδαρίδαισ, τοῖσ Διὸσ υἱοῖσ, ναύταισ μεδέουσα θαλάσσησ. (Euripides, episode, anapests2)

    (에우리피데스, episode, anapests2)

  • λαμπροὶ δ’ ἐν ἥβῃ καὶ πόλεωσ ἀγάλματα φοιτῶσ1’ ὅταν δὲ προσπέσῃ γῆρασ πικρόν, τρίβωνεσ ἐκβαλόντεσ οἴχονται κρόκασ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 5 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 5 1:4)

유의어

  1. 젊음

  2. 용기

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION