Ancient Greek-English Dictionary Language

γραμμή

First declension Noun; Feminine 자동번역 수학 Transliteration:

Principal Part: γραμμή

Structure: γραμμ (Stem) + η (Ending)

Etym.: gra/fw

Sense

  1. a stroke or line of a pen, a line as in mathematical figures, (in forming letters) a line traced by a teacher
  2. an outline

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • εἰσὶ δή τινεσ ἀρχαῖαι γραφαί, χρώμασι μὲν εἰργασμέναι ἁπλῶσ καὶ οὐδεμίαν ἐν τοῖσ μίγμασιν ἔχουσαι ποικιλίαν, ἀκριβεῖσ δὲ ταῖσ γραμμαῖσ καὶ πολὺ τὸ χαρίεν ἐν ταύταισ ἔχουσαι. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 42)
  • καλλίστη μὲν οὖν,^ ὦ Πολύστρατε, καὶ πάσαισ ταῖσ γραμμαῖσ ἀπηκριβωμένη. (Lucian, Imagines, (no name) 16:8)
  • εἶτά σε κελεύσει ζηλοῦν ἐκείνουσ τοὺσ ἀρχαίουσ ἄνδρασ ἑώλα παραδείγματα παρατιθεὶσ τῶν λόγων οὐ ῥᾴδια μιμεῖσθαι, οἱᾶ τὰ τῆσ παλαιᾶσ ἐργασίασ ἐστίν, Ἡγησίου καὶ τῶν ἀμφὶ Κριτίον καὶ Νησιώτην, ἀπεσφιγμένα καὶ νευρώδη καὶ σκληρὰ καὶ ἀκριβῶσ ἀποτεταμένα ταῖσ γραμμαῖσ. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 9:4)
  • "’ τέτραξ τὸ μέγεθοσ ἴσοσ σπερμολόγῳ, τὸ χρῶμα κεραμεοῦσ, ῥυπαραῖσ στιγμαῖσ καὶ μεγάλαισ γραμμαῖσ ποικίλοσ, καρποφάγοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 58 1:6)
  • γράμματα μὲν ὅτι γραμμαῖσ τισι σημαίνεται, στοιχεῖα δὲ ὅτι πᾶσα φωνὴ τὴν γένεσιν ἐκ τούτων λαμβάνει πρώτων καὶ τὴν διάλυσιν εἰσ ταῦτα ποιεῖται τελευταῖα. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 142)

Synonyms

  1. an outline

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION