헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γραμμή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 수학 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γραμμή

형태분석: γραμμ (어간) + η (어미)

어원: gra/fw

  1. 모양, 윤곽
  1. a stroke or line of a pen, a line as in mathematical figures, (in forming letters) a line traced by a teacher
  2. an outline

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἡ δὲ τῆσ Πυθίασ διάλεκτοσ, ὥσπερ οἱ μαθηματικοὶ γραμμὴν εὐθεῖαν καλοῦσι τὴν ἐλαχίστην τῶν ταὐτὰ πέρατ’ ἐχουσῶν, οὕτωσ οὐ ποιοῦσα καμπὴν οὐδὲ κύκλον οὐδὲ διπλόην οὐδ’ ἀμφιβολίαν ἀλλ’ εὐθεῖα πρὸσ τὴν ἀλήθειαν οὖσα πρὸσ δὲ πίστιν ἐπισφαλὴσ καὶ ὑπεύθυνοσ οὐδένα καθ’ αὑτῆσ ἔλεγχον ἄχρι νῦν παραδέδωκεν, ἀναθημάτων δὲ καὶ δώρων ἐμπέπληκε βαρβαρικῶν καὶ Ἑλληνικῶν τὸ χρηστήριον, οἰκοδομημάτων δ’ ἐκαλλώπισε κάλλεσι καὶ κατασκευαῖσ Ἀμφικτυονικαῖσ. (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 297)

    (플루타르코스, De Pythiae oraculis, section 297)

  • ταῦτ’ ἀκούσασ ὁ Θεσπέσιοσ ἤδη τε μᾶλλον ἑαυτὸν τῷ λογίζεσθαι συνήγαγε, καὶ διαβλέψασ εἶδεν ἑαυτῷ μέν τινα συναιωρουμένην ἀμυδρὰν καὶ σκιώδη γραμμήν, ἐκείνουσ δὲ περιλαμπομένουσ κύκλῳ καὶ διαφανεῖσ ὄντασ, οὐ μὴν ὁμοίωσ ἅπαντασ· (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 22 22:1)

    (플루타르코스, De sera numinis vindicta, section 22 22:1)

  • ἔνιοι δὲ καὶ δεικνύουσι γράφοντεσ , ὅτι πολλὰ τῶν φώτων αὐγὴν ἀφίησι κατὰ γραμμὴν ὑπὸ τὴν κεκλιμένην ὑποταθεῖσαν· (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 17 4:14)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 17 4:14)

  • ἱστάμενοι γοῦν κατὰ τὴν κυρτὴν περιφέρειαν οἱ μὲν κατὰ σημεῖον οἱ δὲ κατὰ γραμμὴν ἅπτονται τῶν ὑποκειμένων ἐπιπέδων· (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 5, section 3 1:2)

    (플루타르코스, Platonicae quaestiones, chapter 5, section 3 1:2)

  • ὥστ’ ὑπονοήσειεν ἄν τισ εὐθείασ κατὰ μικρὰ πολλὰσ συντιθεμένασ τὴν περιφερῆ γραμμὴν ἀποτελεῖν. (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 5, section 3 1:3)

    (플루타르코스, Platonicae quaestiones, chapter 5, section 3 1:3)

유의어

  1. 모양

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION